ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - Για οποιοδήποτε παράπονο ή σχόλιο μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους zoornalistas στο email: zoornalistasgr@googlemail.com

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Αν όχι τώρα, πότε;

Γράφει ο Γιάνης Βαρουφάκης

Ηταν το Eurogroup που, υποτίθεται, θα αντάμειβε την κυβέρνηση με ανακουφιστική αναδιάρθρωση χρέους.
Κατέληξε να είναι το Eurogroup που μονιμοποίησε τη σκληρότατη, συνεχώς αύξουσα λιτότητα για τα επόμενα δέκα χρόνια και τη ματαίωση της οποιασδήποτε ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους.
Μέσα από τα σαγόνια μιας προαναγγελθείσης επιτυχίας η κυβέρνηση «απέσπασε» ένα Βατερλό.
Ας δούμε τα πράγματα ψυχρά και αντικειμενικά από τη σκοπιά του τι έπρεπε να γίνει, τι ήλπιζε (και υποσχόταν) η κυβέρνηση ότι θα γίνει και τι τελικά έγινε.
Τι έπρεπε να έχει γίνει κατ’ ελάχιστον.
Τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την ανάκαμψη ήταν:..
    (1) Αναδιάρθρωση χρέους που να επιτρέπει στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος (από το 2017 και για κάθε έτος μετά, συμπεριλαμβανόμενου και του 2018) το πολύ της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ – κάτι που θα ισοδυναμούσε με πάγωμα της λιτότητας στα σημερινά επίπεδα (δηλαδή το ελάχιστο που απαιτείται).
    (2) Επαναφορά της πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στη ρευστότητα της ΕΚΤ (τεχνικά μιλώντας, επαναφορά του waiver που «τράβηξε» η ΕΚΤ την 4η Φεβρουαρίου του 2015).
    (3) Ανακοίνωση ότι από τον Ιανουάριο οι ελληνικοί «τίτλοι» (δηλαδή χρέος «ελληνικής κοπής», π.χ. κρατικά ομόλογα αλλά και ιδιωτικό χρέος) θα συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, δίνοντας μια εκ των ων ουκ άνευ ένεση αισιοδοξίας.

Τι ήλπιζε (και υποσχόταν) η κυβέρνηση ότι θα γίνει.
Προ του Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση (όπως, αν θυμάστε, και το φθινόπωρο του... 2015) προϊδέαζε ότι θα έπαιρνε «κάτι για το χρέος» ικανό να μειώσει τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο οποίο έχει δεσμευτεί για το 2018 και μετά στο επίπεδο του 2% από το 2019 και μετά.
Ακόμα, η κυβέρνηση αιτούνταν, αναφερόταν και υποσχόταν ότι σύντομα οι ελληνικοί τίτλοι θα συμπεριλαμβάνονταν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
 
Τι έγινε;
Απολύτως τίποτα από αυτά.
Η κυβέρνηση υποτάχθηκε στον αστείο στόχο του 3,5% πρωτογενούς για το 2018 ελπίζοντας ότι η υποχωρητικότητά της αυτή θα ανταμειφθεί με μείωση από το 2019.
Φευ, δυστυχώς ανταμείφθηκε με άλλον έναν εξευτελισμό.
Το Eurogroup επιβεβαίωσε, προφανώς με την αποδοχή της ελληνικής κυβέρνησης, τον στόχο του 3,5% «για το 2018 και μεσοπρόθεσμα».
Οταν μάλιστα ο κ. Ντάισελμπλουμ ερωτήθη πώς ορίζει το «μεσοπρόθεσμα», απάντησε ότι για τους υπουργούς Οικονομικών που απαρτίζουν το Eurogroup το μεσοπρόθεσμο διάστημα κυμαίνεται από τα τρία έως δέκα χρόνια.
Αρα, ο καταστροφικός στόχος πρωτογενούς 3,5% του ΑΕΠ επιβεβαιώθηκε ως ισχύων από το 2018 έως τουλάχιστον το 2021, ίσως έως και το 2028.
 
Τι σημαίνει αυτό;
Για να επιτευχθεί, κάτι που αποτελεί πλέον (της αρέσει - δεν της αρέσει) μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο της κυβέρνησης, απαιτούνται τεράστια νέα μέτρα λιτότητας τα οποία το ΔΝΤ, ορθώς, υπολογίζει στα €4,2 δισ. μόνο για το 2019 και το 2020.
Το να τα βάζει η κυβέρνηση με το (κατά τα άλλα, π.χ. εργασιακά, πράγματι αισχρό) ΔΝΤ αποτελεί ύβρι απέναντι στην... αριθμητική.
Δεν είναι δυνατόν από τη μια μεριά η κυβέρνηση να αποδέχεται τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 3,5% και από την άλλη να τα βάζει με το ΔΝΤ που κάνει τον υπολογισμό τού τι σημαίνει σε αριθμούς και όρους της νέας λιτότητας που απαιτεί ο στόχος αυτός.
Δεν είναι δυνατόν ο κ. Τσίπρας να τα έχει καλά με τους κ. Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ και Βίζερ, με τους οποίους τα έχουν βρει από καιρό ως προς τον στόχο πρωτογενούς 3,5% (από την 27η Απριλίου του... 2015, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη μου) και να δυσανασχετεί όταν το ΔΝΤ κάνει τη «μετάφραση» σε ευρώ νέων μέτρων.
Ας πάμε τώρα στο έτερο αίτημα, της ένταξης των ελληνικών τίτλων στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ. Πριν αποχωρήσω από την κυβέρνηση, προειδοποίησα τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τον διάδοχό μου στο υπουργείο Οικονομικών ότι η υπόθεση της ποσοτικής χαλάρωσης επείγει και ότι δεν σηκώνει αναβολή.
Ο λόγος, όπως τους εξήγησα, ήταν ότι το πρόγραμμα αυτό αγοράς χρέους της ΕΚΤ έχει ημερομηνία λήξης και, μάλιστα, κινδυνεύει να καταργηθεί λόγω της τεράστιας πίεσης προς αυτή την κατεύθυνση από την Bundesbank – τη γερμανική κεντρική τράπεζα.
«Αν δεν συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εντός του 2015», τους είχα πει τότε, «και να μπει αργότερα θα είναι δώρον-άδωρον, καθώς το πρόγραμμα θα λήξει πριν ωφεληθεί η Ελλάδα».
Πράγματι, αυτή την ώρα ο Μάριο Ντράγκι δέχεται αφόρητες πιέσεις να αρχίσει τη σταδιακή μείωση της έντασης του προγράμματος.
Αναλυτές, όπως ο Axel Weber, προβλέπουν ότι για λόγους τόσο τεχνικούς όσο και πολιτικούς η ποσοτική χαλάρωση θα μειωθεί έντονα τον επόμενο Σεπτέμβριο.
Και δεδομένου ότι για να ωφεληθεί η Ελλάδα από τη συμμετοχή της σε αυτό απαιτείται να συμμετάσχει για τουλάχιστον ένα έτος, με το πρόγραμμα στην πλήρη έντασή του, ήταν απαραίτητη η ανακοίνωση της συμμετοχής τώρα. Κάτι που, βέβαια, δεν έγινε.
Το πιο εξοργιστικό είναι ότι η κυβέρνηση άφηνε ελπίδες ότι θα γίνει, όταν ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε η διάθεση από την τρόικα για κάτι τέτοιο.
Αλλη μια κυβέρνηση άλλη μια φορά, εν γνώσει της, έσπειρε κάλπικες ελπίδες σε μια χώρα που έχει κουραστεί να τις εισπράττει.
Το λέω αυτό, ότι η κυβέρνηση γνώριζε πως το αίτημά της για τη συμμετοχή του ελληνικού χρέους στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ δεν θα γινόταν αποδεκτό, για έναν απλό λόγο: Δεν νοείται τέτοια συμμετοχή όσο δεν επανέρχεται η πρόσβαση των ελληνικών τραπεζών στη ρευστότητα της ΕΚΤ (επαναφορά του waiver, όπως έγραφα πιο πάνω).
Αν η ΕΚΤ και εν γένει η τρόικα είχαν «καλό» σκοπό, αν μη τι άλλο θα έκαναν αυτό το θετικό βήμα, επαναφέροντας τις τράπεζες στο προ της 4ης Φεβρουαρίου του 2015 καθεστώς.
Ομως ποτέ δεν έδωσαν «σήμα» ότι θα έκαναν ακόμα και αυτό το βήμα.
Με ποιο δικαίωμα λοιπόν έδινε ελπίδες η κυβέρνηση ότι το τελευταίο Eurogroup θα άναβε το πράσινο φως για τη συμμετοχή στην... ποσοτική χαλάρωση;
Με κανένα, είναι η τίμια απάντηση.
 
Ούτε και τώρα;
Θα έπρεπε να είναι πλέον ξεκάθαρο ακόμα και για τον πιο πεπεισμένο οπαδό της σημερινής κυβέρνησης: η τακτική του υποδειγματικού κρατούμενου («κάνουμε ό,τι μας λένε για να πάρουμε «κάτι για το χρέος» και χαλάρωση της αύξουσας λιτότητας») απέτυχε ολοκληρωτικά και παταγωδώς.
 
Τι μένει τώρα;
Είναι προφανές ότι η πολιτική κρίση του βαθέος ευρωπαϊκού κατεστημένου έχει απογειωθεί.
Οι κ. Ρέντσι και Ολάντ, και επειδή συμμετείχαν στην επέκταση της χρεοδουλοπαροικίας μας το 2015, κατέρρευσαν.
Μαζί τους καταρρέει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα την ώρα που η κ. Μέρκελ νιώθει και εκείνη να τρίζει το έδαφος κάτω από τα πόδια της, ιδίως εντός του κόμματός της.
Το σημερινό περιβάλλον, όπου το Eurogroup δεν μπορεί να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις που αποδομούν το ευρώ, είναι ιδανικό ώστε η ελληνική κυβέρνηση να πει επιτέλους το μέγα ΟΧΙ τόσο στους κ. Ντάισελμπλουμ-Σόιμπλε όσο και στο ΔΝΤ.
«Κάναμε ό,τι μας ζητήσατε για δεκαοκτώ μήνες» να πουν.
«Τέλος! Δεν θα περάσουμε κανένα μέτρο και σταματάμε τις αποπληρωμές τόσο στο ΔΝΤ όσο και στην ΕΚΤ».
Τι φοβάται ο πρωθυπουργός; Οτι θα του επιβάλουν... capital controls;
Οτι θα τον απειλήσουν πάλι με Grexit την ώρα που καταρρέει το ιταλικό τραπεζικό σύστημα και καλπάζουν η κ. Λεπέν και το AfD;
Αν όχι τώρα, πότε;

Eφημερίδα των Συντακτών