Ασχολιόμουνα με τα αθλητικά από τότε που άρχισα κάπως να καταλαβαίνω τον εαυτό μου και να μην είμαι ντιπ νήπιο. Από το 1972 και τους Ολυμπιακούς του Μονάχου, ακόμη θυμάμαι το σχετικό αλμπουμάκι της Disney που είχε βγάλει τότε ο Τερζόπουλος, με Μίκυ, Γκούφυ και Ντόναλντ στο εξώφυλλο. Το φύλαγα επί έτη πολλά, ώσπου να φύγω για φοιτητής, κάπου χάθηκε ύστερα, μπορεί να είναι κρυμμένο σε κάνα πατάρι.

Ζούρλια με είχε πιάσει με τον στίβο, δεν χόρταινα να βλέπω τα αγωνίσματα και να πανηγυρίζω τις επιτυχίες των αθλητών μας. Κι άμα νικούσαν, ιδίως στους Βαλκανικούς που ήταν πιο εύκολος ο συναγωνισμός, κλαρίνο ο Χρηστάρας με τον εθνικό ύμνο μπροστά στην τηλεόραση. Ακόμη κι όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο και μυήθηκα στα «καθιστικά» αθλήματα (πόρτες, πλακωτό, κούκο μονό, μαμουθάκι παιζόμενο και πάει λέγοντας), δεν έχασα ποτέ την αδυναμία μου στον στίβο και τους πρωταγωνιστές του. Ώσπου ήρθε το καταραμένο το 2004…

Τότε που έγινε υποχρεωτικό να σε πλημμυρίζει περηφάνια και για την παραμικρότερη πορδή των εκπροσώπων της πατρίδος και σε κατηγορούσαν για προδοσία αν εξέφραζες την ελάχιστη έστω αμφιβολία για το μεγαλείο της διοργάνωσης. Μούγκα και των γονέων στο μεγάλο πάρτυ της εθνικής αυτοπεποίθησης, στη γιορτή της Ισχυρής Ελλάδας. Με δηλώσεις μαργαριτάρια, να συνοδεύουν τις επιτυχίες των αθλητών:

«Οι Έλληνες είμαστε γεννημένοι πρώτοι. Τα υπόλοιπα είναι για τους δεύτερους. Εμείς είμαστε για την κορυφή. Το έχουμε στα κύτταρά μας και είναι το μεγαλύτερο δώρο».