Πήγα στη Γιάμαλη την περασμένη Πέμπτη, βγήκα, τα είπα, μπορεί να τα ‘πα καλά, μπορεί να τα ‘πα και σκάρτα. Δικό σας, που λένε και στα μπουζούκια. Τελειώσαμε, χαιρέτησα, μπήκα στο τουτού, να

πάω από Ομόνοια, να πάω από Φραντζή, θα πάω από Ομόνοια. Βίρα τις άγκυρες.
Κατέβαινα την Πειραιώς, είδα κλούβα Ματατζίδικη στο καινούριο μουσείο Μπενάκη, συν τέσσερα περιπολικά, ίου, ίου. Γύρευε τι ψάχνανε και τι κάνανε.
Μπήκα στην Ομόνοια χαλαρός, χωρίς πολλά γκάζια. Ελάχιστα φώτα, κόσμος μηδέν, ανοιχτό μόνο το περίπτερο στην Αθηνάς και κάτι άλλο είδα λίγο πιο πέρα. Λέω, θα κάνω ένα γύρο. Με παράκαμψη δηλαδή, γιατί δεν ξέρω αν σας το έχω πει οι εξυπνάδες των δημαρχούκων την κάνανε τετράγωνη την πλατεία από στρογγυλή. Μπορεί και πεντάγωνη, άμα σηκώσω το ντρόουν θα σας ενημερώσω.

Έκοψα από κάτω, από Σταδίου, ξαναμπήκα από Πανεπιστημίου, το φως που είχα δει ήταν ένα τυροπιτάδικο ορθίων, εκεί προς Τρίτης Σεπτεμβρίου. Και τίποτε άλλο!

Το ξαναγράφω για όσους και όσες περάσανε έστω ένα ξενύχτικο πεντάλεπτο στην Ομόνοια:
Και τίποτε άλλο!

Όλα κλειστά, όλα σφαλισμένα, όλα μουγκά. Η κάποτε πιο πολύβουη πλατεία της Αθήνας, η πλατεία που ήταν ζωντανή εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, η πλατεία Ομονοίας χαμός γίνεται, ήτανε πιο ψόφια κι από μπακαλιάρο στον πάγκο του ιχθυοπωλείου. Στο πεζοδρόμιο να έσκυβες, να κόλλαγες το αυτί σου στις πλάκες, δεν θα άκουγες τον παραμικρό σφυγμό.