Αυτό το καλοκαίρι ήμουν σε αυτό το τυχερό ½ που πήγε διακοπές (ας είναι καλά οι φιλόξενοι φίλοι και συγγενείς...). Και, μάλιστα, από εκείνους τους ακόμη πιο τυχερούς που πήγαν και βουνό και θάλασσα. Κάτι σαν τις παλιές, καλές εποχές. Χίος και Αγραφα. Χίος πριν από την πρωτοφανή καταστροφή.
Οι δύο αυτοί τόποι, εκτός από την ομορφιά του τοπίου, μάλλον δεν έχουν κάτι άλλο προφανές να τους συνδέει. Κι όμως.
Οταν είχα πάει στη Βολισσό τον Ιούλιο, έμαθα ότι μένει εκεί μόνιμα ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης. Τον αναζήτησα και με προσκάλεσε στο φιλόξενο κτήμα του (μην φαντασθεί κανείς κάτι μεγάλο). Ο οικοδεσπότης με κέρασε... βιβλίο και ντοματίνια από τον κήπο του. Ενδεικτικό της αντίληψής του είναι ότι κάθε χρόνο καλλιεργεί μόνο το ¼ του χωραφιού αφήνοντας τα υπόλοιπα ¾ σε αγρανάπαυση. Τα προϊόντα από το κηπάκι ήταν αρκετά για εκείνον και τους συγγενείς του, μου είχε πει.
Και κάπου εκεί ξεκίνησε να μου μιλά για το αποτύπωμα της υπερανάπτυξης στο νησί (επαναλαμβάνω, πριν από την καταστροφική φωτιά). Πώς γίνεται η υπερεκμετάλλευση των δυνατοτήτων της γης αλλά και πώς, την ίδια στιγμή, ξεφυτρώνουν παντού ξενοδοχεία και Airbnb. Και τα δύο αυτά ζητήματα έχουν, ωστόσο, έναν κοινό παρονομαστή: μεγαλύτερες ανάγκες για νερό. Ανάγκες που έχουν ήδη το αποτύπωμά τους στα πηγάδια. Ολο και πιο βαθιά σκάβουν για να βρίσκουν νερό, είπε ανήσυχος ο Γ. Μακριδάκης -και η κατάληξη, αν και απευκταία, γνωστή. Η μέρα που θα αντλήσουν θάλασσα δεν θα αργήσει.
Αυτά πριν από τη φωτιά. Τώρα ούτε που θέλω να σκεφτώ τι θα γίνει με το βρόχινο νερό που ορμητικά θα κατεβαίνει, χωρίς, όμως, να υπάρχουν τα φυτά που θα το συγκρατούσαν. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη λιγότερο νερό...
Μετά, σειρά είχε το βουνό, το χωριό. Παρά το υψόμετρο και τα ατελείωτα ελατοδάση, η κλιματική αλλαγή ήταν εμφανής. Οι χαμηλές θερμοκρασίες του θέρους (κυρίως το βράδυ) ανήκουν πια στο παρελθόν. Τώρα ζέστη από το πρωί και ιδίως το μεσημέρι, ενώ το βράδυ απλώς ανεκτές θερμοκρασίες. Φέτος τον χειμώνα, μου έλεγαν, χιόνισε μόλις μια φορά και το κράτησε μόλις λίγες μέρες. Ο Σπερχειός έχει καταντήσει ξεροπόταμος ενώ και οι βουνίσιες πηγές με το γάργαρο νερό που έτρεχε κάποτε αμέριμνο, τώρα απλώς στάζουν. Δεν αργεί μάλλον η στιγμή που ένας περαστικός θα ζητήσει από τους συγχωριανούς μου «λίγο νερό». Σε μπουκαλάκι φυσικά.
Η εμφανής λειψυδρία που χτυπά τον τόπο μας είναι άλλο ένα σημάδι για το ότι η Μεσόγειος βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της κλιματικής κρίσης. Οι γνωστές, από το παρελθόν, συζητήσεις για το πώς δεν θα διψάσει η πρωτεύουσα (είτε με καράβια είτε με την εκτροπή του ρου ποταμών) είναι το χανζαπλάστ σε μια ανοιχτή πληγή. Απαιτείται εθνική συζήτηση για όλα -και για τις υδροβόρες καλλιέργειες και για τον τουρισμό, για όλα. Η συζήτηση επείγει να ξεκινήσει. Οχι τώρα. Χθες.
Νίκος Παπαδημητρίου / EφΣυν