ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - Για οποιοδήποτε παράπονο ή σχόλιο μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους zoornalistas στο email: zoornalistasgr@googlemail.com

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2025

Μνήμες Πολυτεχνείου: Μήπως δεν ήταν γιορτή;


Έχω αυτό το κακό (ή καλό, δεν ξέρω) να τιμώ εκτός χρόνου τις εθνικές επετείους.
Μια δυο μέρες πριν, μια δυο μέρες κατόπιν, μου ταιριάζει πιο πολύ.Χάνω κλικ, το έχω υπόψη μου, αλλά δεν σκάω, αλλουνού είναι το μαγαζί, δεν είναι δικό μου.
Και οπωσδήποτε δεν μέμφομαι όσους και όσες γράφουν ανήμερα της μνήμης, μην ψάχνετε για καυγά, δεν θα τον βρείτε.
Δεν έχω καν όρεξη να καυγαδίσω με όσους εξακολουθούν να επιμένουν ότι η χούντα έφτιαξε δρόμους κι ο Γιώργης ο Παπαδόπουλος ήταν λεβέντης.
Ή ότι μας πήραν απ’ το χεράκι οι καραβανάδες και μας πέρασαν απ’ την Ανατολή στη Δύση.
Για να γίνουμε γεγιέδες…

Οπότε, τι;
Οπότε, ίσως αξίζει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι από τρέλα, από σπόντα, από έξαψη, μέσα στον ύπνο το βαθύ της δικτατορίας κάποιοι και κάποιες είπαν “δε γαμιέται”.
Δε γαμιέται που θα με τρέχουν στα κρατητήρια και θα με κάνουν μπλε στο ξύλο, αυτό που έχω να κάνω θα το κάνω και αυτό που έχω να πω θα το πω.
Δε γαμιέται που η δουλειά μου θα υποφέρει και ίσως καταστραφώ ολοκληρωτικά, αυτό που έχω να κάνω θα το κάνω και αυτό που έχω να πω θα το πω.
Δε γαμιέται που η οικογένειά μου θα τραβήξει των παθών της τον τάραχο και θα την κυνηγάνε, αυτό που έχω να κάνω θα το κάνω και αυτό που έχω να πω θα το πω.
Το είπαν και το πλήρωσαν, όχι με φάπες και απολύσεις, αλλά με αίμα.
Δείχνοντάς εν έτει 1973, τι σόι πράγμα είναι η πατριωτική συνείδηση που διαφημίζουμε το 2025, αναζητώντας φέρετρα με σημαίες…
Δεν ήταν εύκολο.

Κατόπιν εορτής, διαβάζουμε πολλές χαζομαρίτσες για τον λαό που συνέχισε τον ύπνο του, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο.
Ήταν πολύ δύσκολο, σε μια χώρα όπου κάθε γειτονιά είχε το χαφιέ της, όπου οι κάθε είδους ένστολοι ασκούσαν εξουσία άνευ όρων, όπου τα σωφρονιστικά θέρετρα, είχαν μονίμως ανοιχτές τις θύρες για να υποδεχτούν όσους και όσες κουνάγανε το δαχτυλάκι τους έστω.
Όπου οι πάσης φύσεως νικητές του εμφυλίου κάνανε κουμάντο με το κνούτο.
Σας μοιάζει περίεργο σήμερα, σας μοιάζει κάπως γραφικό σαν τα συνθήματα του τύπου “στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο”, αλλά εκείνη την εποχή ο εμφύλιος ήταν ακόμη παρών.
Παρών και κυβερνών.
Το θυμάμαι σαν τώρα, όπου ανακάλυψα τους κρυμμένους δίσκους του Θεοδωράκη στο υπόγειο και με ορκίζανε τρεις μέρες το επτάχρονο να μην πω κουβέντα πουθενά.
Δεν είπα…
Μπορώ, όμως, να καταθέσω σήμερα, ότι το Πολυτεχνείο μας νοιάζει και θα μας νοιάζει στους αιώνας των αιώνων, για μια λεξούλα ταπεινή.
Για τη θυσία.
Μια λέξη που αφορά στην ουσία της ύπαρξης της ίδιας, κάτι που κατέχουν άπασες οι θρησκείες ανά την υφήλιο.
Για να συναντηθείς με το λαμπρότερο φως και να ξεφύγεις απ’ το βαθύτερο σκότος, οφείλεις κάτι να θυσιάσεις, δεν γίνεται αλλιώς.
Τη βολή σου, την άνεσή σου, τη σιγουριά σου, την ησυχία σου.
Τη ζωή σου την ίδια.
Πονάει, το γνωρίζω, πονάει αβάσταχτα, και σου κοστίζει πολύ παραπάνω απ’ αυτά τα ζόρια της μόδας, τα αυτοάνοσα.
Αλλά μερικές φορές, δε γίνεται αλλιώς.
Μερικές φορές, δεν μπορείς αλλιώς.
Μερικές φορές, είναι η μόνη σου επιλογή.
Μερικές φορές, πρέπει να κλείσεις τα μάτια και να κάνεις το βήμα στο κενό.
Και ή θα πετάξεις ή θα γκρεμοτσακιστείς.
Όπως στο Πολυτεχνείο, ένα πράγμα.
Την άλλη μέρα, ήταν όλα γκρεμίδια.
Την άλλη μέρα, ο τόπος είχε σηκωθεί λίγο ψηλότερα…

Υ.Γ.: Η Ούρσουλα Λε Γκέν είχε ορίσει το καθήκον ως αυτό που δεν γίνεται να μην το κάνεις, σε αντίθεση με αυτό που οφείλεις να κάνεις.
Καταλαβαινόμαστε υποθέτω.

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (18.11.2025)