Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει από τη μέρα που η κ. Κίμπερλι Γκίλφοϊλ ανέλαβε τον πρεσβευτικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα· εμείς εδώ όμως λεξιλογούμε, οπότε δεν θα κρίνουμε τις πράξεις της αλλά θα εξετάσουμε πώς να την αποκαλούμε. Με άλλα λόγια, πώς είναι το θηλυκό του ουσιαστικού «ο πρέσβης»; Στα μέσα ενημέρωσης γενικώς, αλλά και στην εφημερίδα μας, βλέπει κανείς τρεις τύπους: η πρέσβης, η πρεσβευτής, η πρέσβειρα.
Για μια φορά, θα συμφωνήσω με τον καθηγητή κ. Γ. Μπαμπινιώτη, ο οποίος σε ανάρτησή του στο Φέισμπουκ έγραψε ότι είναι προτιμότερος ο τύπος «η πρέσβειρα», που άλλωστε χρησιμοποιείται όχι μόνο για γυναίκες με τον βαθμό του πρέσβη αλλά και για προβεβλημένες γυναίκες που αναλαμβάνουν αμισθί καθήκοντα εκπροσώπησης κρατών ή οργανισμών (π.χ. η Ελενα Παπαρίζου είναι πρέσβειρα καλής θελήσεως της UNICEF).
Κάποιοι διαφωνούν με την παραπάνω πρόταση και υποστηρίζουν ότι «πρέσβειρα» είναι η σύζυγος του πρέσβη. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για παρωχημένη, πατριαρχική αντίληψη, απομεινάρι της εποχής που μόνο άνδρες στελέχωναν το διπλωματικό σώμα, οι δε σύζυγοί τους είχαν βοηθητικό ρόλο με κοσμικές δραστηριότητες. Τώρα που έχουμε πολλές γυναίκες επικεφαλής πρεσβειών, δεν υπάρχει ειδικός όρος για τον πρεσβευτικό σύζυγο - άρα, ούτε για τη σύζυγο πρέπει να υπάρχει.
Η λέξη «πρέσβυς» είναι αρχαία και αρχικά σήμαινε απλώς τον ηλικιωμένο και κατ’ επέκταση τον σεβάσμιο γέροντα. Επειδή κατά κανόνα τα καθήκοντα διαμεσολάβησης τα αναλάμβαναν σεβάσμιοι και έμπειροι ηλικιωμένοι, τελικά η λέξη απέκτησε τη σημερινή σημασία της. Σήμερα προτιμάμε τον τύπο «ο πρέσβης». Το ρήμα «πρεσβεύω» αρχικά σήμαινε «είμαι ηλικιωμένος», στη συνέχεια «υπηρετώ ως πρεσβευτής» ενώ σήμερα σημαίνει κυρίως «φρονώ». Συγκριτικό του «πρέσβυς» με την αρχική σημασία είναι ο «πρεσβύτερος», που σημαίνει τον γεροντότερο, αλλά είναι και ο δεύτερος βαθμός της ιεροσύνης.
Στα αγγλικά ο όρος είναι ambassador, παλιό δάνειο από τα γαλλικά, που ανάγεται στο λατινικό ambactus, λέξη κελτικής αρχής. Η πρεσβεία είναι embassy, στα γαλλικά ambassade. Στις Κυκλάδες, τα Κύθηρα και την Κρήτη υπάρχει η λέξη «αμπασάδα», δάνειο από το ενετικό ambassada· δεν σημαίνει όμως πρεσβεία, αλλά τη μικροδουλειά, το θέλημα, την εξυπηρέτηση που μας κάνει κάποιος. «Κάμε μου, να σε χαρώ, μιαν αμπασάδα». Υπάρχει στην Τήνο σύλλογος εθελοντικής προσφοράς, η «Αμπασάδα».
Αυτός που κάνει την αμπασάδα, δηλαδή που εκτελεί την παραγγελία, την εντολή ή το θέλημα, λέγεται αμπασαδόρος· και όπως λέει η σαντορινιά παροιμία, ο αμπασαδόρος ξυλιές δεν τρώει, δηλαδή όποιος εκτελεί εντολή δεν έχει ευθύνη.
Η… αμπασαδόρα των ΗΠΑ, εννοώ την πρέσβειρα κ. Γκίλφοϊλ, δεν έχει τέτοιο κίνδυνο· απολαμβάνει τη νυχτερινή ζωή των Αθηνών και παράλληλα προωθεί με συνέπεια τα συμφέροντα της χώρας της, πλασάρει το πανάκριβο αμερικανικό LNG και δεν κρύβει τις προθέσεις της να διώξει τους Κινέζους από τον Πειραιά. Κυρία πρέσβειρα, ιδού η χώρα σας!
Νίκος Σαραντάκος / ΕφΣυν
