Πρώτα μπήκε στην ΕΠΟΝ ο πατέρας μου κι ύστερα μπήκε στη φυλακή.
Θα μπορούσε, μάλιστα, να τον βρίσκανε τώρα σε αυτούς τους ανώνυμους και ομαδικούς τάφους γύρω απ’ το Γεντί Κουλέ, αν δεν είχε εγγυηθεί για πάρτη του και δεν τον είχε σώσει απ’ το απόσπασμα ο αδερφός του ο Θρασύβουλος, που μόλις είχε τελειώσει την Ευελπίδων.
Βγήκε απ’ τη μπουζού ο μπαμπάς, στρατεύθηκε την αμέσως επόμενη μέρα, έκατσε σαράντα μήνες φανταράκι και ακολούθως ξανάπιασε τις σπουδές στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ.
Δύσκολα χρόνια, μαυρίλα, χαφιέδες, χωροφύλακες και πάνω απ’ όλα φτώχεια. Φτώχεια καταραμένη, ιδίως για κάτι παιδιά σαν τον Αρχοντή που μεγάλωνε ορφανός.
“Για να καταλάβεις”, μου ‘λεγε μια φορά, “πηγαίναμε με το θείο σου τον Αρχιμήδη στο μαγέρικο και παίρναμε άσπρα μακαρόνια χωρίς τυρί. Κι επειδή ήταν τζάμπα το λεμόνι, στύβαμε από πάνω για να μη μας πέσουν τα δόντια. Που λεφτά για φρούτα…”
Τέλος πάντων το πήρε το πτυχίο, βρήκε δουλειά, παντρεύτηκε τη μαμά, φτιάξανε οικογένεια, στρώσανε ζωή κι άρχισαν σιγά σιγά να ξεπορτίζουν.
Ακόμη θυμάμαι που πηγαίναμε παρεάκι με τις φαμίλιες των κολλητών του, του Μίμη και του Θωμά, σε εξοχικά “κέντρα” για “γατοκέφαλα”!
Κεμπάπια τροφαντά δηλαδή, αλά γκρεκ όμως, όχι αλά Τούρκα, άλλη φορά θα σας εξηγήσω.
Κι όταν μεγάλωσα λίγο κι εγώ κι απέκτησα δικαίωμα εξόδου πριβέ, πέρασα περήφανος τις θύρες του “Αθηναϊκού“, της πρώτης πιτσαρίας των Τρικάλων.
Για να συνεχίσω το μπούκωμα, απ’ το “Four Seasons” της Νέας Υόρκης ως το “Kronenhalle” της Ζυρίχης κι απ’ το “Ιγγλις” στη Θεσσαλονίκη ως τον κυρ Βαγγέλη στα Νωπήγεια.
Καλό το κλάμπινγκ καλό το μπαρ χόπινγκ, καλές οι συναυλίες, αλλά σαν το πασαλίκι στο τραπέζι, με τα ελέη του Θεού εμπρός σου και τα φιλαράκια δίπλα σου, συγγνώμη μανίτσα μου αλλά δεν έχει…
Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, κάπως μου ‘ρθε ο ντουβρουτζάς όταν διάβασα τα κάτωθι:
“Σταθερή μείωση στη δαπάνη για Έξοδο και Εστίαση, η οποία υποχώρησε κατά 50% σε μηνιαία βάση τον Ιούνιο. Η συγκεκριμένη κατηγορία καταγράφει πλέον πέντε συνεχόμενους μήνες πτώσης, υποδεικνύοντας ότι τα γεύματα εκτός σπιτιού ίσως είναι από τις πρώτες πολυτέλειες που εγκαταλείπονται όταν εντείνεται η πίεση”.
Δεν τα λέει κάνας Χαρίτσης αυτά, δεν τα λέει κάνας Φάμελλος, καμιά Κουτσούμπα ή έστω κάνας Δούκας.
Η Μαίριλυ Μητροπούλου τα λέει, Marketing Manager Ελλάδας της Plum, με στοιχεία από τη μηνιαία έρευνα της εταιρείας.
Για να συμπληρώσει χαρακτηριστικά:
“Η έξοδος για φαγητό είναι συχνά ο πρώτος τομέας όπου αντικατοπτρίζεται η καταναλωτική εμπιστοσύνη”.
Κι επειδή καταναλωτική εμπιστοσύνη γιοκ, τουλάχιστον ως τη Διεθνή Έκθεση της συμπρωτευούσης όπου θ’ ανοίξει το κεμέρι ο Κυριάκος και θα μοιράσει μαρούλι, κλάφτηνα την παραδοσιακή χαλάρωση των Ελλήνων και Ελληνίδων.
Την ανακούφισή τους από τα δεινά ενός κόσμου, που μοιάζει όλο και πιο απειλητικός, όλο και πιο δυσοίωνος.
Καναπέ τώρα και κινητό, χαύνωση συν χάπες για τον ύπνο με τη χούφτα.
Εκτός κι αν πιάσουν τον πρώτο λαχνό στην κλήρωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, οπότε θα καεί το πελεκούδι, μη σου πω και το βοσκοτόπι…
Υ.Γ.: Ο νεώτερος γιος του Αρχιμήδη, και αγαπημένος εξάδελφος, Ευριπίδης Αποστολίδης, έφτασε να γίνει διευθυντής σε ρεστοράν με αστέρια Μισελέν! Κάτι πέρασε μέσα του, από τη λαχτάρα των γονιών μας για καλή ζωή και ακόμη καλύτερα εδέσματα. Αυτή την εποχή, θαυματουργεί στην “Μαραθιά” της Τήνου, αν περάσετε από εκεί πείτε του ένα “γειά”.
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost