Με τις εικόνες του απόκοσμα άδειου κέντρου της Αθήνας να δημιουργούν την αίσθηση πως η πόλη άδειασε ολοκληρωτικά, μοιάζει να ξεχνάμε αυτούς που μένουν πίσω. Κι όμως, παρά την ησυχία των κεντρικών λεωφόρων και τα κατεβασμένα ρολά σε πολλά μαγαζιά, όχι μονάχα ένας στους δυο δεν μπορεί να δραπετεύσει, αλλά και εργαζόμενοι, ηλικιωμένοι, ευάλωτοι συμπολίτες μας παραμένουν εντός των τειχών. Πως επιζεί κανείς σε μια μισοάδεια πόλη; Τι είναι το φαινόμενο της «πίεσης για απόλαυση» και πως μας επηρεάζει; Και πως ξεπερνά κανείς την μελαγχολία ανάμεσα στα τσιμέντα, όταν κάποιοι χωρίς καμία ενσυναίσθηση πουλάνε καλοκαιρινή «ζωάρα» στα social media;
Όχι πολλά χρόνια πριν, αλλά αρκετά ώστε οι νεότεροι να μην το ξέρουν καν, καλοκαίρι σήμαινε απαραιτήτως διακοπές. Σε βουνό ή σε θάλασσα, στο σπίτι των παππούδων ή σε νοικιασμένο, σε ξενοδοχείο ή σε «ρουμ – του- λετ», σε σκηνή ή ακόμα και χύμα κάτω από τα αρμυρίκια. Οι διακοπές ήταν ένα κερδισμένο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα, τόσο που ακόμα και η κεντρική πολιτική σκηνή «πάγωνε» όσο διαρκούσαν τα περίφημα «μπάνια του λαού». Με όλες τις έρευνες να δείχνουν πως ένας στους δύο δεν θα πάει διακοπές φέτος, η «μοναξιά του θέρους» μας κυκλώνει – κι αυτό δεν έχει τίποτα το ρομαντικό πια.
- από κείμενο της Ντίνας Δασκαλοπούλου στο Dnews (ολόκληρο ΕΔΩ)