Δεν πάνε πάρα πολλά χρόνια που η δημοσιογραφία, ή έστω ένα κομμάτι της, έγινε «φερόμενη». Το πολύπαθο, σε τρίτο ενικό, ρήμα «φέρεται», δεν ήταν σε χρήση στα παλιά χρόνια της ενημέρωσης –ή τουλάχιστον εμείς δεν το θυμόμαστε. Έγινε από ένα σημείο και μετά κάτι σαν μόδα, σαν εθισμός, κάτι σαν παροξυσμός χρήσης που υποτίθεται ότι απαλλάσσει τον δημοσιογράφο από την ευθύνη της κυριολεξίας και του προσφέρει δικαιολογίες. Δηλαδή:
- Δεν είπα/έγραψα ότι κρατούσε όπλο, αλλά «φέρεται» να κρατούσε.
-Δεν είπα/έγραψα ότι τη βίασε, αλλά «φέρεται» να τη βίασε.
-Δεν είπα/έγραψα «ο δολοφόνος», αλλά ο «φερόμενος δολοφόνος».
Η ευκολία τού «φέρεται» βρίσκει ακόμα πιο γόνιμο έδαφος στις απέραντες εκτάσεις κειμένων του διαδικτύου, όπου η «Δημοσιογραφία Του Γρήγορου» («να προλάβω να ανεβάσω πρώτος» ή «να ανεβάσω πολλά κείμενα σε μικρό χρόνο») ευνοεί την κατακλυσμιαία εμφάνιση του τριτοπρόσωπου. Δείτε αυτήν την παράγραφο από ρεπορτάζ ιστοσελίδας που δεν θεωρείται από τις μικρές και αμελητέες:
«Οι αστυνομικοί φέρεται να έχουν "σκιαγραφήσει" το ποιος είναι ο φυσικός αυτουργός που τοποθέτησε τη βόμβα στο σπίτι, ο οποίος φέρεται να είναι μέλος της οικογένειας Καργάκη. Στοιχεία φέρεται να τεκμηριώνουν την εμπλοκή του».
Σε μόλις λίγες λέξεις το πολύπαθο ρήμα εμφανίζεται διαδοχικά τρεις φορές, ενώ θα μπορούσε να αποφευχθεί με άλλη, και πιο δημοσιογραφική, διατύπωση. Αλλά, πλέον, η χρήση είναι τόσο μεγάλη που έχει μπει σαν μικρόβιο στο αίμα της δημοσιογραφίας –της «φερόμενης» δημοσιογραφίας, για την ακρίβεια.
- από το Harddog
