Αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες, κάπου εδώ θα ήθελα να διευκρινίσω ότι είμαστε από δύο χωριά χωριάτες.
Στο κεφαλοχώρι της Αριστείας, αστραποβολάνε ομότιμες καθηγήτριες που αναδεικνύουν το μεγαλείο του έθνους, αόρατοι σκιτσογράφοι που υπηρετούν το μέτωπο της λογικής, δασύτριχοι συγγραφείς στρατευμένοι στον αγώνα κατά των αναρχοάπλυτων.
Στον δικό μου τον συνοικισμό των Πλεμπαίων από την άλλη, δραστηριοποιούνται πρόσωπα που δεν έχουν γκαϊλέ με τα παραμυθάκια για την προκοπή και την πρόοδο της πατρίδος. Οι σκοπιές που αγρυπνούν τους καίνε και το μουσκεμένο φως του δρόμου. Οι υπόγειες διαδρομές που ακολουθούν οι πόθοι μας και το αληταριό του νου μας. Το ταπεινό, σιγανό, υπόκωφο ενίοτε μπλουζ της καθημερινότητας…
Και κάνω ένα μπρέηκ εδώ, για να καταθέσω τα σοφά λόγια που μου είπε κάποτε ο μέγιστος σκιτσογράφος Γιάννης Καλαϊτζής, σε μια συνέντευξη για τη “Βαβέλ”:
“Βλέπεις σήμερα στην τηλεόραση έναν καλλιτέχνη που αντί να κάτσει να πει τα προβληματάκια του, που πήγε να παίξει πιάνο και ο μαλάκας ο χορδιστής είχε ξεχάσει να έρθει και δεν ήταν φτιαγμένο το όργανο και του γίνανε τα νεύρα σμπαράλια, αρχίζει:
«Η Ελλάδα…» και κάθεται να αναλύσει τι θα κάνουμε με τους Τούρκους, τι θα κάνουμε με τους Αμερικανούς, ποιο είναι το μέλλον της φυλής.
Φοβάμαι ότι έχουμε αρκετές ψωνάρες, οι οποίες αφού χειροκροτήθηκαν, δικαιολογημένα έστω, για το έργο που παρήγαγαν, μετά έπρεπε να αναδειχθούν σε εθνοπατέρες και να διδάξουν τα πλήθη.
Κάτσε ρε φίλε! Γράψε τα ποιήματά σου, παίξε το πιάνο σου και μας αρκεί.»
Αλλά μιλούσα για το μπλουζ.
Κι όταν μιλάω για το μπλουζ, σ’ έναν τύπο πάει πάντοτε ο νους μου:
Στον Ηλία Ζάικο!
Στον φρόντμαν και κιθαρίστα των Blues Wire (Σωτήρης Ζήσης στο μπάσο και η Νίκη Γουρζουλίδου στα τύμπανα, δεν ξεχνάω), που αναστατώνει ψυχές και καρδιές εδώ και σαραντατόσα χρόνια.
Από τότε που ξεκίνησε με τα συντρόφια του ως Blues Gang στη Σαλονίκη (που αλλού, δηλαδή;), ως σήμερα, στην τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα.
Τον είχα πετύχει live τότε, στις αρχές των είτιζ, άγουρο και ξυνόπικρο φρούτο, να προσπαθεί να ισορροπήσει και να επιβιώσει σε μια πόλη που καταλάβαινε από πόνο και καημό, αλλά δεν καταλάβαινε από μπλουζ.
Σε μια χώρα που καταλάβαινε από πόνο και καημό, αλλά δεν καταλάβαινε από μπλουζ.
Ακόμη δεν καταλαβαίνουν, απόδειξη ότι ο κινηματογραφικός Στελάρας μάζεψε όλο το χαρτί και οι Blues Wire μαζεύουν χίλια άτομα.
Θα μπορούσε, λοιπόν, ο Ζάικος να αποθαρρυνθεί να απογοητευθεί, να λιγοψυχήσει, να τα βροντήξει και να πάει σπίτι του ή να λιγουριάσει και να πάει για τα πολλά.
Ακόμη και οι ένδοξοι Socrates το κάνανε, όταν μεταμορφώθηκαν σε Plaza.
Αλλά δεν έκανε πίσω.
Αλλά δεν μάσησε.
Αλλά δεν λύγισε.
Και ακόμη περισσότερο, κατάφερε με κάθε χρόνο που περνάει να γίνεται καλύτερος και να βαράει σφυγμό πιο δυνατά, πιο ζόρικα.
Και στα μέρη μας και έξω, όπου οι παρωπίδες περιττεύουν και όπου το ταλέντο του αναγνωρίζεται άνευ όρων.
Όσο για τη μομφή του Γιάννη Καλαϊτζή σχετικά με τους ξερόλες καλλιτέχνες, εκεί πια ο Ζάικος δίνει ένα μοναδικό ρεσιτάλ.
Γιατί έχει άποψη για όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα και στον κόσμο, αλλά από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω.
Από τη χαμηλή σκοπιά.
Δεν παριστάνει τον δημοδιδάσκαλο ούτε τον σοφολογιότατο, και δεν καίγεται ν’ αποδείξει την ανωτερότητα της ευφυΐας του.
Ήρεμα και απλά μιλάει, γι’ αυτά που βίωσε και βιώνει, γι’ αυτά που ένιωσε και νιώθει, γι’ αυτά που τον μάτωσαν και τον ματώνουν.
Και ματημπαναγία, τόσα χρόνια που τον παρακολουθώ στα σόσιαλ και στο πάλκο και σε μερικά ντιέμ που έχουμε ανταλλάξει, δεν τον έπιασα μία φορά, μία και μοναδική φορά να λέει παπαριές ή να αυτοδιαφημίζεται.
Δεν είναι μόνο σπουδαίος καλλιτέχνης, δεν είναι μόνο φιλόσοφος της ζωής, δεν είναι μόνο απόστολος του μπλουζ, είναι και εντάξει παιδί.
Με λίγες λέξεις:
Είναι Εθνικός Θησαυρός και του βγάζω το καπέλο!
Υ.Γ.: Παρακαλούνται οι φίλοι του Καζαντζίδη να μην παρεξηγηθούν από όσα σημειώνω πιο πάνω για τη δημοφιλία του. Χαίρομαι που έσκισε στα σινεμά, δεν χαλιέμαι. Μακάρι το ελληναριό ν’ αγαπούσε εξίσου θερμά και το μπλουζ, αυτό λέω.