Υπάρχουν σε αρκετές γειτονιές τέτοια «καφενεία». Τα λέει, βέβαια, και η φίλη μου η Θούλη, που μπορεί να μην μπορεί να πει σωστά το podcast (το λέει πόσκατ!), αλλά τα χαρτιά τα λέει μια χαρά η άτιμη η αρχιτεκτόνισσα/σ' είδα κι αναθεώρησα. Φυσικά αναθεώρησα, διότι βγήκανε, φίλε μου! Μου 'χε τύχει και παλαιότερα - με καφέ. Είχα χωρίσει, σαν μαραμένος κολοκυθοκορφάς ήμουν, και η έτσι ενός συμφοιτητή είχε μια γιαγιά από τη Σμύρνη και οδηγίες μού έστειλε να της πάω νερό που 'χει πιει ο λεγάμενος, να φτιάξει καφέ, να μου τον πει.
Πού να βρω νερό που 'χει πιει ο λεγάμενος εγώ τώρα; Με τα πολλά, ρίχνω τα μούτρα μου και τον καλώ «να τα πούμε». Καλοκαίρι ήταν, δεν μπορεί, λέω, θα κορακιάσει κάποια στιγμή. Πράγματι, ζητάει νερό και πριν προλάβει ν' αδειάσει το ποτήρι, βάζω φωνή: «Μηηηη!», σκούζω. Κι άρχισα να το παίζω Εκάβη: «Μη μου φύγεις, πού θα πας, ξίνισε κι ο τραχανάς» κι άλλα τέτοια μακάβρια. Για να περισσέψει νερό, όλο αυτό το μονόπρακτο τώρα.
Ε, με τα πολλά, το πήρα το νερό, πήγα στη γραία θεια της φίλης του συμφοιτητή, το ένα μάτι δεξιά, τ' άλλο στην άλλη μπάντα έγερνε, μου τον είπε τον καφέ. Φυσικά ο εν λόγω έγινε μπουχός (ειδικά μετά το μονόπρακτο που λέγαμε), αλλά η άτιμη τα βρήκε όλα! Βρε τη Σμυρνιά. Χαλάλι ο επιτάφιος θρήνος που έριξα.
Υπάρχει και στη γειτονιά μου. Ενα καφενείο-βιτρίνα, που τον καφέ σού λένε, αναλόγως πόσα δίνεις. Από 50 έως 500, έμαθα από την απέναντι, που καημό το 'χει με την κόρη την ανύπαντρη και «πάει χαμένο το κορίτσι μου» και «τι τα θέλει τα πιλάτια που άντρα δεν λέει να βρει» -το πιλάτες εννοεί- και κάτι τέτοια μονοπρακτικά κι εκείνη, και πάει κάθε τόσο, μπας και της τον βρει στο φλιτζάνι. Εγώ πάλι μια χαρά το βλέπω το κορίτσι κι έχουν πιάσει τόπο και τα πιλάτια. Μωρέ θα της τον ανοίξω εγώ τον καφενέ της Θούλης, πού θα μου πάει!
Τότε, πάντως, 3.000 χρόνια πριν, η λέξη δεν συνδεόταν με την έννοια της μαγείας - ιερό προσκύνημα ήταν. Ειδικά αν επρόκειτο για νεκρομαντείο, έπρεπε να περάσεις απ' όλα τα στάδια: έμενες σε ειδικούς χώρους για μέρες με ελάχιστο νερό, έως ν' αρχίσεις να ζαλίζεσαι. Δεν ξέρω αν οι ιερείς έδιναν και τίποτα ψυχοτρόπα, μα αφού θυσίες έκανες και σπονδές, με κρασί κι αίμα από μαύρο πρόβατο (αίμα ήθελαν οι νεκροί για να βρουν ζωή και να μπορέσουν να μιλήσουν), πήγαινες στον ιερό θάλαμο να πάρεις τον χρησμό.
Υπάρχει και στη γειτονιά μου. Ενα καφενείο-βιτρίνα, που τον καφέ σού λένε, αναλόγως πόσα δίνεις. Από 50 έως 500, έμαθα από την απέναντι, που καημό το 'χει με την κόρη την ανύπαντρη και «πάει χαμένο το κορίτσι μου» και «τι τα θέλει τα πιλάτια που άντρα δεν λέει να βρει» -το πιλάτες εννοεί- και κάτι τέτοια μονοπρακτικά κι εκείνη, και πάει κάθε τόσο, μπας και της τον βρει στο φλιτζάνι. Εγώ πάλι μια χαρά το βλέπω το κορίτσι κι έχουν πιάσει τόπο και τα πιλάτια. Μωρέ θα της τον ανοίξω εγώ τον καφενέ της Θούλης, πού θα μου πάει!
Τότε, πάντως, 3.000 χρόνια πριν, η λέξη δεν συνδεόταν με την έννοια της μαγείας - ιερό προσκύνημα ήταν. Ειδικά αν επρόκειτο για νεκρομαντείο, έπρεπε να περάσεις απ' όλα τα στάδια: έμενες σε ειδικούς χώρους για μέρες με ελάχιστο νερό, έως ν' αρχίσεις να ζαλίζεσαι. Δεν ξέρω αν οι ιερείς έδιναν και τίποτα ψυχοτρόπα, μα αφού θυσίες έκανες και σπονδές, με κρασί κι αίμα από μαύρο πρόβατο (αίμα ήθελαν οι νεκροί για να βρουν ζωή και να μπορέσουν να μιλήσουν), πήγαινες στον ιερό θάλαμο να πάρεις τον χρησμό.
Στη Θεσπρωτία ήταν το πρώτο μεγάλο νεκρομαντείο, εκεί που τρεις ποταμοί έσμιγαν:
ο Αχέροντας (ο δίχως χαρά), ο Κωκυτός (που φέρνει θρήνο) και ο Πυριφλεγέθων (που σέρνει τη φωτιά). Η Αχερουσία λίμνη ήταν κοντά (που το '50 την αποξήραναν κάποιοι πατριώτες).
Εκεί πήγε ο Θησέας, εκεί κι ο Ορφέας, εκεί κι ο Οδυσσέας, χρησμό να πάρει από τον νεκρό τον μάντη Τειρεσία. Μία ραψωδία ολάκερη αφιέρωσε ο Ομηρος, τη «Νέκυια», για την κατάβαση του Θιακού βασιλιά στον Αδη. Απίστευτης ομορφιάς οι λέξεις του.
Ολες τις ήξερε. Τη ραψωδία όλη! Ενας, που μόνος του είναι. Σ' ένα κουβούκλιο μέσα, με τα εισιτήρια και δυο βιβλιαράκια για την ιστορία του χώρου. Τόσο τον αγαπάει τον ιερό εκείνο τόπο ο Πέτρος Τζάκος, που ποια Μενδώνη; Ούτε καν! Και να βλέπεις να περνάνε οι ξένοι με τα δίχαλα, κόκκινοι σαν γουρούνια από τον ήλιο και να μην καταλαβαίνουν μήτε πού πατούν μήτε τι βλέπουν. Ασε οι δικοί μας... Και να μπαίνουν στον ιερό θάλαμο, που είναι ανηχωικός! Με πέτρα τώρα, το πλέον ανακλαστικό υλικό! Αδιανόητα πράγματα.
Θέλει προσκύνημα να κάνεις, σαν στον Αδη θελήσεις να βρεθείς. Ενα προσκύνημα ολάκερο είναι και η Ελλάδα. Πού μυαλό να το δούμε; Μόνο κοψίδι και σκουπίδι. Ενας Πέτρος μόνος του, να κάνει τι; Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω πώς βλέπει το μέλλον. Μου ήταν απολύτως ξεκάθαρο. Οχι από τους νεκρούς. Μα από τους ζωντανούς τριγύρω.
Ολες τις ήξερε. Τη ραψωδία όλη! Ενας, που μόνος του είναι. Σ' ένα κουβούκλιο μέσα, με τα εισιτήρια και δυο βιβλιαράκια για την ιστορία του χώρου. Τόσο τον αγαπάει τον ιερό εκείνο τόπο ο Πέτρος Τζάκος, που ποια Μενδώνη; Ούτε καν! Και να βλέπεις να περνάνε οι ξένοι με τα δίχαλα, κόκκινοι σαν γουρούνια από τον ήλιο και να μην καταλαβαίνουν μήτε πού πατούν μήτε τι βλέπουν. Ασε οι δικοί μας... Και να μπαίνουν στον ιερό θάλαμο, που είναι ανηχωικός! Με πέτρα τώρα, το πλέον ανακλαστικό υλικό! Αδιανόητα πράγματα.
Θέλει προσκύνημα να κάνεις, σαν στον Αδη θελήσεις να βρεθείς. Ενα προσκύνημα ολάκερο είναι και η Ελλάδα. Πού μυαλό να το δούμε; Μόνο κοψίδι και σκουπίδι. Ενας Πέτρος μόνος του, να κάνει τι; Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω πώς βλέπει το μέλλον. Μου ήταν απολύτως ξεκάθαρο. Οχι από τους νεκρούς. Μα από τους ζωντανούς τριγύρω.
Νόρα Ράλλη