Ξεκινώ με ολίγο Κωστή Παλαμά, διότι τι είναι η ζωή δίχως ποίηση, αυγό χωρίς αλάτι είναι! Λα τα μινόρια, αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες:«Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,
κ’ η Aθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.
Tο φως παντού, κι όλο το φως, κι όλα το φως τα δείχνει
και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει
τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνης
όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι».
Aυτά κάποτε, αλλά όχι και στο απώτατο παρελθόν. Πάμε στο βιωματικό για τη συνέχεια, να εξηγήσω τι εννοώ: Δεκαετία του εξήντα που γεννήθηκα εγώ στη Δυτική Θεσσαλία (προ ΟΠΕΚΕΠΕ!), δεν απείχαμε και πολύ απ’ την εποχή που ήταν βαλτότοπος. Για να καταλάβετε, πριν έρθει το τρεχούμενο νερό στα Προσφυγικά των Τρικάλων, τα σπίτια όλα εξυπηρετούνταν από τουλούμπες.
Κάρφωνες έναν σωλήνα (μια σωλήνα, στα τρικαλινά!) μερικά μέτρα στο έδαφος κι ήσουν έτοιμος να τρομπάρεις στην κοπάνα και να βολευτείς. Κι ύστερα ήρθαν οι επιδοτήσεις, ήρθαν τα βαμπάκια παντού και πήγε ο υδροφόρος ορίζοντας πιο βαθιά κι απ’ το Πουργατόριο…
Στα σέβεντις, πάντως, που μεγάλωνα εγώ, την υγρασία στα μέρη μας την έκοβες ακόμη με το μαχαίρι. Και το πρωί ξύπναγες με ένα κεφάλι εκατό οκάδες μολύβι, δεν πα’ να ‘χες κοιμηθεί και δωδεκάωρο.
Οπότε, φαντασθείτε την έκπληξή μου, όταν το καλοκαίρι του ογδόντα, τέτοια εποχή πάνω κάτω, ακολούθησα τη μαμά σε ταξίδι αστραπή στην Αθήνα για να επισκεφθούμε τον φοιτητή μεγάλο αδερφό.
Μ’ εμένα να κοιμάμαι εξάωρο την πρώτη βραδιά, να σηκώνομαι, να αναρωτιέμαι «τι μου λείπει, τι μου λείπει» και να ανακαλύπτω ότι η κεφάλα ήταν πιο ελαφριά κι από πούπουλο.
Το είπα στον μπράδερ, γέλασε, απάντησε: «Έτσι είναι εδώ, ξηρό κλίμα, όχι όπως στο Τρίκαλο!».
Και τι απέγινε η φασούλα, σχεδόν μισό αιώνα μετά; Ξηρό κλίμα μάι ας, που θα λέγανε και στην πατρίδα της Κιμπερλάρας. Βγήκα προχτές κατά τις έντεκα ν’ αγοράσω εφημερίδες και κόλλαγε το φανελάκι στους ώμους μου.
Όχι από καύσωνα, αλλά από υγρασία τύπου υποτροπικού, λίγο ζούγκλα, λίγο ισημερινός, λίγο Ταρζάν, λίγο παπάγια, λίγο ανανά, λίγο μπανάνα Ολύμπου ένα πράγμα.
Κι αυτό δεν συμβαίνει στη χάση και στη φέξη, συμβαίνει τις μισές μέρες του έτους και βαίνει αυξανόμενο.
Κάθε χρόνο και χειρότερα… Και πώς να μην είναι χειρότερα, όταν:
«Εντυπωσιακά και ανησυχητικά αποτελέσματα προκύπτουν από την επικαιροποιημένη ανάλυση των καμένων εκτάσεων από τις δασικές πυρκαγιές των τελευταίων 8 ετών (2017-2024) στο ηπειρωτικό κομμάτι της Περιφέρεια Αττικής.
Στην Περιφέρεια Αττικής η επιφάνεια των δασικών εκτάσεων είναι περίπου 1.230.000 στρέμματα και τα τελευταία 8 χρόνια έχουν καεί 450.000 στρέμματα δάσους, δηλαδή το 37% της επιφάνειας των δασών».
Βάλε και τα πουρνάρια και τα χόρτα άλλες 250.000 στρέμματα (σε περίπτωση που δεν έχετε ενημερωθεί, όλες οι πρασινάδες παράγουν οξυγόνο) και καταλαβαίνουμε γιατί κοντεύει η Αττική να γίνει Σαν Χοσέ.
Κι όσο για αναδάσωση, τι να σας πω… Κάντε μόνοι σας και μόνες σας μια διαδρομή από Χαλάνδρι ως Μαραθώνα μέσα απ’ τα καμένα και θα με καταλάβετε…
Ως εκ τούτου; Ως εκ τούτου, ή τη φυτεύουμε ή την πουλεύουμε, που θα έλεγε και ο Ζωρζ.
Κι επειδή τα airbnb όχι μόνο δεν μειώνονται αλλά θεριεύουν κιόλας («Τα κρεβάτια στα καταλύματα των βραχυχρόνιων μισθώσεων έφθασαν τον Ιούνιο στο 1,061εκατομμύριο», σύμφωνα με τη χθεσινή «Καθημερινή»), ίσως πρέπει να σκεφτούμε μια λύση που διάβασα στους «Times of London».
Ότι αφού κλείνουν που κλείνουν λόγω ίντερνετ τα μαγαζιά, μήπως πρέπει να ρυθμιστεί νομοθετικώς και πολεοδομικώς η μετατροπή τους σε κατοικίες;
Για να μην σηκώνουμε καινούργια ντουβάρια δηλαδή και για να μπορέσουμε να γκρεμίσουμε και μερικά, να πάρει μια ανάσα, μικρή έστω, η πάλαι ποτέ ζαφειρόπετρα…
Χρήστος Ξανθάκης