ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - Για οποιοδήποτε παράπονο ή σχόλιο μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους zoornalistas στο email: zoornalistasgr@googlemail.com

Πέμπτη 1 Μαΐου 2025

«Αύριο ξημέρωμα δε θα 'χω καρδιά να σ' αγαπάει. Δε θα ΄χω μνήμη να σε θυμάται


Οι μαζικές εκτελέσεις αγωνιστών ήταν η εκδίκηση των ναζιστών για την Αντίσταση. Στα πιο μελανά χρώματα της Κατοχής περιλαμβάνεται η εκτέλεση των «200» στην Καισαριανή, την Πρωτομαγιά του 1944. Μια κτηνωδία και ένας ηρωισμός, καθώς οι μελλοθάνατοι αντιμετώπισαν το απόσπασμα με τεράστιο θάρρος, ακόμα και με χορό το βράδυ στην απομόνωσή τους –όπως την αναπαριστά στο «Τελευταίο σημείωμα» ο Παντελής Βούλγαρης.
Η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημά της «Κατεδαφιζόμεθα» περιγράφει το τελευταίο βράδυ υπό εκτέλεση αγωνιστών –όχι απαραιτήτως εκείνων του Σκοπευτηρίου της Καισαριανής. Ουσιαστικά είναι ένα μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα. Ο κεντρικός ήρωας του «Κατεδαφιζόμεθα», ο νεαρός φοιτητής Άρης Γιαννούλης, θέλει να γίνει συγγραφέας και επιχειρεί το πρώτο του έργο συγκινημένος από την ιστορία του αντιστασιακού θείου του, του Ορέστη, την εκτέλεση του οποίου μόλις έχει μάθει από ένα γράμμα που λαμβάνει χρόνια μετά. Αντιγράφουμε ένα μικρό μέρος από την περιγραφή του Γιαννούλη:
«Αύριο το χάραμα θα μας πάρουν για εκτέλεση. Μαρία, γλυκιά μου, δεν μας έμεινε καιρός ν' αγαπηθούμε όσο θέλαμε. Γινήκαν όλα τόσο βιαστικά. Πόσο μετανιώνω που δεν σε έκανα δικιά μου εκείνη τη νύχτα του βομβαρδισμού... Αύριο ξημέρωμα δε θα 'χω καρδιά να σ' αγαπάει. Δε θα ΄χω μνήμη να σε θυμάται. Αύριο στις 6 και 45' ακριβώς θα μας στήσουν απέναντι στο εκτελεστικό. (Ποια ώρα να δείχνει το ρολόι του κόσμου; Θα πρέπει να 'ναι όμορφη ώρα, καθώς οι στρατιές νεκρών και ζωντανών θα βαδίζουν μπροστά, με περηφάνια ανθρώπων που η μοίρα τούς έταξε να σπρώξουν αυτοί τους δείκτες της Ιστορίας...) Θα ΄θελα να ζούσα όταν τα χωνιά θα λένε: Λαέ της Αθήνας, λαέ της Ελλάδας, ήρθε η Λευτεριά.
»Την τελευταία νύχτα μεταφέρανε τους, μελλοθάνατους σ' ένα χάνι ζωσμένο με συρματόπλεγμα. Δε θέλανε να δείξουν την ταραχή τους. Δίναν την εντύπωση παρέας που κουβεντιάζει σε καφενείο. Ήταν όλοι νέοι, από είκοσι ίσα με είκοσι πέντε χρονών, φρεσκομπασμένοι σε πανεπιστήμια και σ' εργοστάσια».

- από το harddog