του Διονύση Βραϊμάκη
Για τους ανθρώπους τού δικού μας χώρου, της Ενημέρωσης, το χαρτί στο σπίτι και στο γραφείο, δεκαετίες τώρα, κερδίζει χώρο, επεκτείνεται, καταλύει συρτάρια, ράφια, κούτες. Κάποια στιγμή σκαρφάλωσε στο πατάρι, κατέβηκε στις αποθήκες, έκρυψε τις σελίδες του σε ντοσιέ όπου περιμένουν ΤΟ θέμα που θα τις χρειαστεί για να βγουν από τα σκοτάδια τους και να δώσουν τα δικά τους στοιχεία. Το χαρτί πριν από την ψηφιοποίηση ήταν για τους δημοσιογράφους σαν το δάσος πλάι σε ακαλλιέργητα χωράφια: επεκτεινόταν βουλιμικά, άπλωνε την ερεθιστική μυρωδιά του, μεγάλωνε την επικράτειά του, γινόταν βασίλειο –χαρτοβασίλειο. Η «επικράτεια» για να μακροημερεύσει με ομόνοια απαιτεί συναίνεση, υποχωρητικότητα, ανοχή, κα-τα-νό-η-ση. Όχι από τους εθισμένους στη μυρωδιά και στο μελάνι, αλλά από τους συν αυτοίς. Στα πρώτα χρόνια χρειαζόταν κατανόηση και μεγαλοψυχία από τη μητέρα, αργότερα από τη/τον σύντροφο, κατόπιν από τη/τον σύζυγο που έπρεπε να ανεχθούν το μοίρασμα του χώρου όχι μόνο με ανθρώπους του σπιτιού αλλά και με εφημερίδες, περιοδικά, χειρόγραφα, σημειώσεις, έντυπο υλικό που έμπαινε στον χώρο νέο και γερνούσε κιτρινισμένο πλάι στους συστεγαζόμενους.
Γνωστοί δημοσιογράφοι, και άλλοι λιγότερο αναγνωρίσιμοι, οδοιπόρησαν πάνω σε αμέτρητα χιλιόμετρα στρωμένα με το χαρτί τού αρχείου τους. Το οποίο ήταν εργαλείο, αλλά μαζί και ένα μουσείο γεγονότων, ανθρώπων και, εντέλει, εποχών.
(Παρένθεση: Χαίρομαι που τόσο συχνά ο συνάδελφος Παναγιώτης Μήλας ανασύρει σελίδες εφημερίδων από το δικό του αρχειακό βασίλειο και τις δημοσιεύει ολόκληρες στο CatIsArt.gr και στα σόσιαλ. Και, ακόμα, συγκινούμαι που ψάχνοντας στο δικό μου, αποψιλωμένο πια ύστερα από πολλές εκκαθαρίσεις, χαρτοβασίλειο, πέφτω πάνω όχι μόνο σε κάποια σημαντικά ή μεγάλα γεγονότα, αλλά και σε κάτι απρόσμενο, σε μια ταυτότητα εφημερίδας, λόγου χάρη, στην οποία διαβάζω ονόματα του «χαρτιού» –και τα αντιγράφω όπως γράφονταν ακριβώς τότε, το 1995: Εκδότης Χρ. Δ. Λαμπράκης, Διευθυντής Λ. Β. Καραπαναγιώτης, Διευθυντής Συντάξεως Β. Γρ. Νικολόπουλος, Αρχισυντάκτες Κ. Γ. Ρεσβάνης, Ηλ. Κ. Μάτσικας, Π. Ι. Καψής, Σύμβουλος Εκδόσεως Μ. Γ. Φακίνος. Αυτά, και κλείνει η παρένθεση).Η ψηφιοποίηση δεν έσωσε την κατάσταση, αλλά τη βελτίωσε. Από μια εποχή και μετά τα αρχεία αποθηκεύονταν και αποθηκεύονται σε σκληρούς δίσκους, σε στικάκια, σε εξωτερικούς δίσκους, σε ξεπερασμένα CD και πολύ παλαιότερα στις εντελώς παρωχημένες από χρόνια δισκέτες, τις 3,5άρες όπως λέγονταν, αν θυμάμαι καλά. Αλλά το χαρτί εξακολουθεί να υπάρχει. Το βασίλειο διατηρεί τη δυναμική του όχι τόσο με τις εφημερίδες όσο με τα βιβλία.
Η χαρτοθάλασσα στο σπίτι σε γαληνεύει αλλά και σε πνίγει. Προσωπικά τη νιώθω σαν έναν αξεδιάλυτο κυκεώνα, σαν έναν αδάμαστο κατακτητικό ζώντα οργανισμό. Όντας πάντα δυσπροσάρμοστος στην τάξη και στην οργάνωση, απροσάρμοστος για την ακρίβεια, χάνω τον προσανατολισμό, ψάχνω τον μπούσουλα, ταλαιπωρούμαι! Βλέπω σε τρία δωμάτια (γραφείο, σαλόνι, και σε δεύτερο υπνοδωμάτιο) τις βιβλιοθήκες με γεμάτα ράφια από τόμους, με πάνω τους παραχωμένους οριζόντια άλλους τόμους, και μπροστά τους ντανιαρισμένους άλλους! Αδύνατον να βρω αυτό που θέλω, όταν το θέλω.
Μου έπεσε στα χέρια, προσφορά από φίλο για να με παρακινήσει, το «Ο πόλεμος της Τέχνης», του Στίβεν Πρέσφιλντ, που «μιλάει» για την αναβλητικότητα των δημιουργών, κυρίως στη συγγραφή, την οποία αποδίδει σε μια πανίσχυρη δύναμη που ονομάζει «Αντίσταση». Αυτή δεν σε αφήνει να προχωρήσεις τα σχέδιά σου, τις σκέψεις σου, τις προθέσεις του –παρεμβαίνει καταλυτικά και ανατρεπτικά, σε ακινητοποιεί. Με αφορμή τις αναφορές του Πρέσφιλντ για τις ταλαιπωρίες που αντιμετώπισε προσωπικά από την «Αντίσταση», αναζήτησα στα ράφια και στις ντάνες των βιβλιοθηκών τού σπιτιού, για να ξαναδιαβάσω μετά από χρόνια, τις δικές του Πύλες της Φωτιάς. Ξόδεψα πολλή υπομονή και πολύ χρόνο για να βρω το βιβλίο σε κάποια από τα πολλά άδυτα. Τελικά το βρήκα!
Σκέφτηκα πως επιτέλους πρέπει να κάνω αυτό που κάνω, αραιά και πού, με εφημερίδες και περιοδικά: ξεκαθάρισμα! Δεν πάει άλλο, δεν είναι λειτουργική η αταξινόμητη συσσώρευση βιβλιοδετημένου χαρτιού. Πήρα από καταστήματα της γειτονιάς μερικές άδειες χαρτόκουτες και άρχισα να ξεδιαλέγω βιβλία που θα βυθίζονταν στην αφάνεια του χάρτινου κιβώτιου και μετά θα ανέβαιναν στα ορεινά ύψη τού παταριού.
Κάπου εκεί άρχισε ο εσωτερικός πόλεμος, η «Αντίσταση» των συναισθημάτων, η αβεβαιότητα αν πραγματικά θέλω να κρύψω (όχι να πετάξω) από τη ζωή μου βιβλία που «κατανάλωσα» στα νιάτα μου, στα ώριμά μου και στα όψιμά μου. Τα έπιανα, τα ζύγιαζα με το μάτι και τα γύριζα πίσω, στις στοίβες τους. Ελάχιστα έπεσαν στην πρώτη κούτα –και τελικά παραδόθηκα στον «Αντίσταση», εγκατέλειψα.
Αλλά προέκυψε και κάτι άλλο: ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων που δεν θυμόμουν αν τα είχα διαβάσει –και αν τα είχα, ξέχασα τι έλεγαν. Μαζί εμφανίστηκε και ένας ακόμα μεγαλύτερος αριθμός βιβλίων που είχα διαβάσει, με είχαν σαγηνεύσει και ήθελα να τα φρεσκάρω στη μνήμη μου ξαναδιαβάζοντάς τα. Όλα μαζί, τα πιθανόν αδιάβαστα, τα διαβασμένα και οι νέες εκδόσεις που αναπόφευκτα θα έρθουν, αθροίζουν έναν πολύ μεγάλο αριθμό. Απαιτούν πολλή ώρα την ημέρα, πολλές ημέρες, πολλούς μήνες, πολύ χρόνο για να διαβαστούν –τόσο πολύ που, λογικά και φυσιολογικά, δεν τον έχω στο υπόλοιπό μου. Προκάνω; Απίθανο! Εκτός και αν μου βάλουν στο φευγιό τα γυαλιά μου. Για την αιώνια ανάγνωση.