...και στη νέα ευρωπαϊκή έκθεση της «Liberties»
Καμιά δεκαριά αναφορές για την Ελλάδα εντοπίζονται, προχείρως, μέσα σε μόλις δύο σελίδες, σε σύνολο 81, της νέας έκθεσης «Media Freedom Report 2025» της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη Liberties -τέταρτη στη σειρά- που δόθηκε στη δημοσιότητα με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου (3/5). Αυτές οι ενδεικτικές αναφορές για την ελληνική «περίπτωση», εντοπίζονται σε πυκνό χώρο στο προοίμιο της έκθεσης και θα έλεγε κάποιος πως η Ελλάδα αποτελεί… αντιπαράδειγμα.
Η έκθεση βασίζεται σε δεδομένα και στοιχεία από 43 οργανώσεις- μέλη και εταίρους από 21 κράτη μέλη της ΕΕ και καλύπτει τέσσερις τομείς: ελευθερία και πλουραλισμός των ΜΜΕ, ασφάλεια και προστασία των δημοσιογράφων, ελευθερία έκφρασης και πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ευρωπαϊκή νομοθεσία που σχετίζεται με την ελευθερία και τον πλουραλισμό των μέσων ενημέρωσης.
Η Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά «τυλίγει» σε πολλές κόλλες χαρτιού την Ελλάδα και την ελληνική κυβέρνηση.
Η έκθεση αναφέρει πως η κατανομή της κρατικής διαφήμισης στην Ελλάδα «συνεχίζει να δέχεται κριτική για την έλλειψη διαφάνειας και την πιθανή μεροληψία της». Η κρατική διαφήμιση «κατανέμεται εδώ και αρκετό καιρό με τρόπους που φαίνεται να ευνοούν τα μέσα ενημέρωσης που συντάσσονται με την κυβερνητική γραμμή, εγείροντας ανησυχίες για έμμεση επιρροή στο περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης», λέει η έκθεση στην οποία αναφέρεται πως δεν έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Η έκθεση «κοιτά» μεταξύ άλλων και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι στο λειτούργημα τους. «Το 2024 καταγράφηκαν αρκετά περιστατικά λεκτικής βίας κατά δημοσιογράφων. Οι λεκτικές επιθέσεις κατά δημοσιογράφων συχνά σημειώνονταν στο διαδίκτυο ή κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και συχνά προέρχονταν από πολιτικούς ή υποστηρικτές τους. Άλλες χώρες όπου καταγράφηκαν τέτοια περιστατικά ήταν στην Κροατία, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τη Μάλτα, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία, τη Σλοβενία, τη Σουηδία και τη Τσεχία. Επίσης, δημοσιογράφοι στη Βουλγαρία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, Μάλτα, τις Κάτω Χώρες και την Ισπανία ανέφεραν αντίσταση ή άρνηση κατά την άσκηση της ελευθερίας πληροφοριών σε δημόσιους υπαλλήλους».
Οι στρατηγικές αγωγές (SLAPPs) κατά μέσων ενημέρωσης παραμένουν πρόβλημα, με την Ελλάδα να συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση επειδή «ήρθαν κάποια καλά νέα». Τα «καλά νέα» αφορούν, όπως σημειώνεται, στην απόφαση δικαστηρίου της Αθήνας (Πολυμελούς Πρωτοδικείου) να απορρίψει τις αγωγές του Γρηγόρη Δημητριάδη, πρώην διευθυντή του γραφείου του πρωθυπουργού και ανιψιού του, κατά του δημοσιογραφικού δικτύου Reporters United, της Εφημερίδας των Συντακτών και του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, για την δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με την εμπλοκή του Δημητριάδη στο σκάνδαλο κατασκοπευτικού λογισμικού Pedator. Η έκθεση τονίζει ότι το δικαστήριο έκρινε πως η επίμαχη πληροφόρηση έγινε στο πλαίσιο «δημόσιου συμφέροντος που προστατεύεται από την ελευθερία της έκφρασης». Δεν παραλείπεται, εξάλλου, να τονιστεί στην έκθεση ότι η Ελλάδα δεν έχει ενσωματώσει στο εθνικό νομικό πλαίσιο της την Ευρωπαϊκή οδηγία ούτε έχει ευθυγραμμιστεί πλήρως με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση των SLAPPs με συνέπεια «οι δημοσιογράφοι να αντιμετωπίζουν τακτικά απειλές και παρενοχλήσεις».
Η ανεξαρτησία και η αποτελεσματικότητα των δημόσιων μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα- δηλαδή της ΕΡΤ- εξακολουθούν να προκαλούν ανησυχία. «Το 2024, το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου και το Κέντρο Ερευνών για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τη Δημοσιογραφία δημοσίευσαν μια έκθεση
στην οποία επισημαίνονται σημαντικά ζητήματα σχετικά με την ανεξαρτησία των ελληνικών δημόσιων ΜΜΕ. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η ΕΡΤ «είναι ευάλωτη σε πολιτικές και οικονομικές πιέσεις, με τη συχνή αντικατάσταση των στελεχών με κάθε κυβερνητική αλλαγή να υπονομεύει τη δημόσια τη σταθερότητα και την ανεξαρτησία του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα»».
Στο κεφάλαιο που αφορά στη συγκέντρωση ΜΜΕ αναφέρεται ότι ο αριθμός των Μέσων Ενημέρωσης στην Ελλάδα είναι μεγάλος, τόσο που το συνολικό τοπίο φαίνεται αρκετά ποικιλόμορφο, ωστόσο, τονίζεται πως «η ιδιοκτησία των μεγάλων μιντιακών ομίλων της χώρας συγκεντρώνεται σε μια χούφτα επιχειρηματιών με επιρροή και συμφέροντα και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Πράγματι, η ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από έναν μικρό αριθμό πλούσιων και πολιτικά συνδεδεμένων οικογενειών με εκτεταμένα διασταυρούμενα συμφέροντα σε βασικούς τομείς, που συχνά εξαρτώνται από δημόσιες συμβάσεις από την κυβέρνηση. Η κυρίαρχη δύναμη της ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα αποτελείται πλέον από εφοπλιστές και μεγαλοεπενδυτές στην βιομηχανία. Ο ανεξάρτητος δημοσιογραφικός οργανισμός Solomon δημοσίευσε πρόσφατα την έρευνά του με τίτλο «Σε ποιον ανήκουν τα μέσα ενημέρωσης». Αποκαλύπτει τις περίπλοκες ιδιοκτησιακές δομές πίσω από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, συνδέοντας 762 εταιρείες με 12 μεγάλους ιδιοκτήτες, πολλοί από τους οποίους εμπλέκονται σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως η ναυτιλία, η χρηματοδότηση και η ενέργεια, και διατηρούν δεσμούς με φορολογικούς παραδείσους. Αυτοί οι ιδιοκτήτες χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης ως εργαλείο επιρροής».