Είναι πολύ σπάνιο να μπεις σε έναν κινηματογράφο –ή ένα θέατρο ή στον κόσμο ενός βιβλίου- και να βγεις κάτι διαφορετικό μετά από αυτό. Να έχει μοιραστεί κάπως αλλιώς η τράπουλα μέσα σου. Ειδικά
Μια τέτοια σπάνια έκλειψη, μια ολική έκλειψη ηλίου, έζησα σήμερα με την «Σπασμένη φλέβα». Πήγα με δισταγμό να την δω, δεν ήμουν φαν του Οικονομίδη και δεν έχει υπάρξει ταινία του να με έχει κερδίσει πραγματικά. Τις πιο πολλές τις έχω αφήσει στη μέση. Όλος αυτός ο βερμπαλισμός συναισθηματικών εκρήξεων με επαναλαμβανόμενες χριστοπαναγίες που έκανε τους ήρωες καρικατούρες, τις σκηνές υστερικές και το βίωμα ανοίκειο εμένα τουλάχιστον με απωθούσε. Κι έφτιαξε κι ένα κοινό που σήμερα κατάλαβα ότι απωθούσε και τον Οικονομίδη. Ένα κοινό που περιμένει να δει σκηνές από αυριανές «τσόντες» του Luben. Ένα κοινό που μπήκε στον κινηματογράφο με χάχανα και βγήκε πανιασμένο ουρλιάζοντας «Τι ήρθαμε να δούμε;»
Δεν είναι Οικονομίδης η «Σπασμένη φλέβα» ή καλύτερα είναι η αρχή ενός επόμενου κύκλου του που με έκανε να ψιθυρίσω «κρατήστε τον Λάνθιμο εκεί, αλλά προς Θεού, αφήστε μας τον Οικονομίδη».
Είναι μια αρχαία τραγωδία, έχει την πλήρη δόμησή της και την άρτια ισορροπία της, τοποθετημένη, όμως, στην Ελλάδα του σήμερα. Στη θέση της μοίρας που ορίζει κάπως αναγκαστικά τα πράγματα είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου του ύστερου καπιταλισμού. Είναι μια ταινία κρεμμύδι, έχει αμέτρητες στρώσεις. Μπορείς να πάρεις και να φας όποια θες, όσες θες.
Είναι το ψυχογράφημα κι η πτώση ενός ανθρώπου, του Θωμά Αλεξόπουλου, είναι μια περιπέτεια, μια δράση που 2,5 ώρες σε κάνει να μην θες να κοιτάξεις ούτε στιγμή το κινητό σου, είναι μια εικονοποίηση των χαρακτηριστικών των τάξεων σήμερα και της διαλεκτικής κι αντιφατικής σχέσης μεταξύ τους, είναι μια παραβολή των καπιταλιστικών αδιεξόδων που αποδίδεται μέσα από ένα σύμπλεγμα οικογενειακών δραμάτων, είναι μια κυνική ηθογραφία της εποχής μας, είναι η γενίκευση των σχέσεων παραγωγής στις ανθρώπινες σχέσεις, είναι η πιο λυρική αποτύπωση του σύγχρονου μαλάκα, είναι το στριπτίζ του τομαριού της διπλανής πόρτας μέχρι να μην μείνει ούτε ένα φύλλο συκής να καλύπτει την πραγματική του αλήθεια, είναι μια ελεγεία του ναρκισσισμού, του ατομικισμού, της κεκαλυμμένης κι αποδεκτής τοξικότητας, των λογικοφανών συναισθηματικών εκβιασμών που όλοι έχουμε βιώσει, της ευθύνης του θύματος που θυματοποιείται κατά βούληση, της κανονικοποίησης της θέσης του. Κι όλα αυτά στο τέλος για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη.
Είναι και μια σοκαριστική τεχνοτροπία. Χωρίς να κάνω σπόιλερ, αλλά προς το τέλος εκτυλίσσεται η καλύτερη εκδοχή της τραγικής ειρωνείας που έχω πετύχει ποτέ στη ζωή μου. Οι πρωταγωνιστές ζούνε μια κατάσταση, ζούνε στη μαστούρα μιας δικής τους αλήθειας, ενώ ο θεατής ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει. Ξέρει όσα αυτοί δεν ξέρουν ακόμα. Αυτοί νομίζουν ότι στροβιλίζονται σε μια καινούργια γύρα του φαύλου κύκλου τους, ενώ στην πραγματικότητα η αλυσίδα έχει σπάσει κι όλα διαμελίζονται και χάνονται στο κενό. Κι αυτό γίνεται για πολλές σκηνές, όχι στιγμιαία. Κι όχι δε μιλάω για τις χαζοπαρεξηγήσεις που γράφονται στο πόδι, τις ανοησίες των φτηνών σήριαλ, μιλάμε για κάτι πολύ πιο ανατριχιαστικό.
Κανείς δε σου κλείνει το μάτι, εσύ θες να βγάλεις τα δικά σου. Και δε νομίζω να γίνεται τυχαία. Γίνεσαι μέρος της υπόθεσης κατά έναν τρόπο, γίνεσαι κομμάτι του δρώμενου, γίνεσαι ένα ακόμα σύμβολο στην αλληγορία. Όπως ξέρουμε την αλήθεια της πραγματικότητας που ζούμε, αλλά στην κεντρική σκηνή του κόσμου –ή της χώρας- παίζεται ένα άλλο έργο, μια άλλη υπόθεση, έτσι γίνεται και στην ταινία. Νιώθουμε τα αντίθετα συναισθήματα από τους πρωταγωνιστές, ανεβαίνουμε το βουνό που αυτοί κατεβαίνουν, μα ταυτόχρονα νιώθουμε τόσο ανήμποροι να αλλάξουμε την αφήγηση της κοινωνικής πραγματικότητας, όσο ο θεατής που δε μπορεί να σκίσει το πανί και να ξυπνήσει τους ήρωες από τη νιρβάνα τους.
Είναι μια προσεκτική τομή και μια βαθιά εγχείριση στα σπλάχνα του σύγχρονου κόσμου. Μια φοβερή αεροφωτογραφία. Δεν υπάρχει γεγονός ή κοινωνικό φαινόμενο που να περισσεύει από αυτή την αφήγηση. Όλα μπορούν να ειδωθούν μέσα σε αυτόν τον προκρούστειο φακό.
Είναι κι ερμηνείες που θα μείνουν στην ιστορία. Ο Βασίλης Μπισμπίκης γίνεται θρυλικός με το φυσικό του παίξιμο και τις εκφράσεις του όταν δε μιλάει. Όλο το καστ ξέρει ότι γράφει ιστορία και γίνεται μέρος της.
Λέγεται «σπασμένη φλέβα», αλλά μη μπερδεύεσαι είναι σπασμένος καθρέφτης και θα δεις κι εσύ κάτι από τους γύρω σου εκεί, και σίγουρα κάτι κι από τον εαυτό σου. Μη βιαστείς να μισήσεις, μην παίξει το χαρτί να κουνήσεις το δάκτυλο, αφέσου να καταρρεύσεις, πιες το ποτήρι μέχρι την τελευταία σταγόνα. Δες τον δικό σου Θωμά Αλεξόπουλο Και μην ξεχνάς:
Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο «χαρακτήρας» του.
Κυκλοθυμικός (fb)
