Αυτό το κείμενο γράφτηκε πριν από καναδυο μήνες, λίγο μετά από την κυκλοφορία του “Ντόμπρα blues”. Μας τα ‘λεγε μια χαρά ο μπλουζίστας και ως άλλος Κάλχας προέβλεπε ένα σωρό μελλούμενα.Όπως τον κουρνιαχτό, για παράδειγμα, που ξεσηκώθηκε με την εμφάνιση της Banda Entopica στη Φλώρινα.
Διαβάστε τον χωρίς φόβο και πάθος, όπως χωρίς φόβο και πάθος τα έγραψε και ο ίδιος.
Και θα καταλάβετε…
Εννοείται ότι ο ρεπόρτερ υμνούσε Ηλία Ζάικο, μπιφόρ ιτ γουόζ κουλ.
Σας τα ‘γραφα στο Newpost, τον περασμένο Μάιο, μήνες πριν κυκλοφορήσει το αυτοβιογραφικό βιβλίο του “Ντόμπρα blues” (Oblik editions) και πάρει χαμπάρι και η γραμματιζούμενη Ελλάς ότι επρόκειτο περί εθνικού θησαυρού.
Ας θυμηθούμε δυο παραγράφους από το ξανθάκειο πόνημα:
“Γιατί έχει άποψη για όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα και στον κόσμο, αλλά από κάτω προς τα πάνω και όχι από πάνω προς τα κάτω.
Από τη χαμηλή σκοπιά.
Δεν παριστάνει τον δημοδιδάσκαλο ούτε τον σοφολογιότατο, και δεν καίγεται ν’ αποδείξει την ανωτερότητα της ευφυΐας του.
Ήρεμα και απλά μιλάει, γι’ αυτά που βίωσε και βιώνει, γι’ αυτά που ένιωσε και νιώθει, γι’ αυτά που τον μάτωσαν και τον ματώνουν”.
Θα τα βρείτε και στο βιβλίο του αυτά που σημειώνω ανωτέρω, συν τις σκέψεις και εντυπώσεις του για ένα ζήτημα που κάνει τζιζ.
Και συνήθως το κρύβουμε κάτω απ’ το χαλί.
Λα τα μινόρια, από το κεφάλαιο “Λερίν”:
“Μετά τον θάνατο του Αυγουστίνου και την έλευση των φοιτητών η κατάσταση σταδιακά άρχισε ν’ αλλάζει, μα τότε η Φλώρινα θύμιζε εγκλεισμό σε μπουντρούμι. Το γεγονός είναι πως περιορίζαμε τον χρόνο παραμονής μας εκεί όσο ήταν δυνατό, στο Βατοχώρι φυσούσε από πάντα άλλος άνεμος διόλου περίεργο που βιαζόμασταν συνήθως να πάρουμε το λεωφορείο για τις κορυφές.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο η εκεί μικρή κοινωνία είχε ελευθερίες και κατανόηση που δεν περίμενες να βρεις πάνω σε τούτα τα αιματοβαμμένα βουνά. Όλοι, βέβαια, μιλούσαν ντόπικα, οι περισσότεροι δεν ήξεραν την ελληνική. Θυμάμαι τους γονείς στο σπίτι της Θεσσαλονίκης, όταν διαφωνούσαν έντονα και καβγάδιζαν για κάτι, μα δεν ήθελαν τα παιδιά ν’ ακούσουμε περί τίνος πρόκειται, πάντα χρησιμοποιούσαν σλάβικη γλώσσα.
Κι όμως, η συνείδηση του αυτοπροσδιορισμού ήταν παρούσα. Κάποτε ρώτησα κάνα δυο ηλικιωμένους σλαβόφωνους στο χωριό πως αισθάνονταν, τι προέλευσης πολίτες θεωρούσαν το εαυτό τους κι η απάντηση ήρθε αβίαστα:
Γκρσκι, Έλληνες.
Μου ‘κανε εντύπωση αυτό, οι άνθρωποι εκεί δεν έπιαναν στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ελληνικούς σταθμούς, ξυπνούσαν κι έπεφταν για ύπνο με τον ύμνο της Μακεδονίας που ‘παιζε καθαρά απ’ τα Σκόπια, παρατημένοι για δεκαετίες χωρίς δρόμους και γενικότερα χωρίς μέριμνα από το επίσημο ελληνικό κράτος. Φαντάζομαι πως και κάποιος φόβος ίσως έπαιζε ρόλο στην απάντησή τους μα τότε ήμουν αρκετά αμάθητος για να το καταλάβω”.
Και δυο λόγια ακόμη από το κεφάλαιο “Το αίμα”, για να καταλαβαίνουμε τι ανθρώπους βγάζει η Μακεδονία:
“Γύρω στο 1911, δυο χούφτες παιδιά επιλέχτηκαν μ’ υποτροφίες από χωρία της Δυτικής Μακεδονίας για να φοιτήσουν στη Σχολή Ευελπίδων. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ήταν προ των πυλών. Ένας απ’ τους νεαρούς μέλλοντες ευέλπιδες ήταν ο αδερφός του παππού μου, ο Αθανάσιος. Σκοτώθηκε -σύμφωνα με μαρτυρίες- στις 19 Οκτωβρίου 1912, στα είκοσί του χρόνια, πολεμώντας στη μάχη για την απελευθέρωση της Νεάπολης στην Κοζάνη, την ίδια μέρα με δύο Κρητικούς, τ’ αδέλφια Μιχαήλ κι Ιωάννη Μακράκη απ’ τα Χανιά.
Ο παππούς των Ηλία και Θανάση ήταν ο Στογιάννης Ζάικος, ο προπάππους μου. Σ’ αυτόν έφτασε κάποια στιγμή μια ολιγομελής αποστολή εξ Αθηνών, κομίζοντας την ελληνική σημαία και κάποια έγγραφα αναγνώρισης της θυσίας του γιού του για την πατρίδα, Ανάμεσά τους, ως χειροπιαστή κίνηση απόδοσης τιμής εκ μέρους της πολιτείας, υπήρχαν και τα κατάλληλα χαρτιά για να πάρει σύνταξη.
Έχω ακούσει αυτό το σημείο πολλές φορές σε διηγήσεις απ’ το στόμα του πατέρα μου και κάθε φορά με πνίγει η συγκίνηση.
Ο Στογιάννης παίρνει τα χαρτιά, τα διαβάζει και κατόπιν τα σκίζει λέγοντας:
«Εγώ το αίμα του παιδιού μου δεν το πίνω».”
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost
