Είμαι με το φίλο μου τον Πάνο, στις αρχές της περασμένης δεκαετίας.
Λίγο μετά απ’ τα Καστελλόριζα, που σκόρπισαν τον τρόμο και την απελπισία ανά την ελληνική επικράτεια.
Τότε που πουλάγανε τα σπίτια μπιρ παρά οι ποπολάροι, μπας και σώσουν τα άσωστα.
Τις σπουδές των παιδιών, το νοσοκομείο της γιαγιάς, τα τέσσερα τοστ ημερησίως.
Τη μπουζού…
Μιλάω με το φίλο μου τον Πάνο και τον ακούω προσεκτικά, γιατί δεν είναι μόνο που έχει περάσει από ένα σωρό δουλειές, της μέρας και της νύχτας, αλλά πέρασε μια εποχή και από σωφρονιστικό θέρετρο και τις βόσκησε τις γαλοπούλες του.
Άρα κατέχει πέντε πράγματα και καταλαβαίνει προς τα πού φυσάει ο άνεμος.
Άσε που τα Εξάρχεια και τα πέριξ αυτών τα έχει φάει με το κουτάλι, την παραμικρή πέτρα γνωρίζει και μπορεί να σου πει ιστορίες να σου φύγουν και το μαλλί και ο πάτος.
Off the record…
Μιλάω με το φίλο μου τον Πάνο εκεί στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, του λέω ότι τόσα πολλά “πωλείται” δεν έχω ξαναδεί στο κέντρο της Αθήνας.
Και μάλιστα σε τιμές εξευτελιστικές, όπου τολμούσαν δηλαδή να γράψουν τίμημα οι απελπισμένοι κι αυτό υπό διαπραγμάτευση, συζητήσιμο, θα τα βρούμε.
“Τι στο δγιάλο θα γίνει;”, τον ρωτάω, ψάχνει για απαντήσεις ο ρεπόρτερ από ένα παιδί της πιάτσας.
Γελάει ο Πάνος και μου λέει:
“Χρηστάρα, σε είκοσι χρόνια δε θ’ ακούς ούτε λέξη ελληνικά στα Εξάρχεια. Το μόνο που θ’ ακούγεται, θα είναι η φωνή του μουεζίνη”!
Και για κάποια χρόνια είχε δίκιο…
Για κάποια χρόνια άνθισαν οι καταλήψεις στην παρδαλή γειτονίτσα και ο μουσουλμανικός πληθυσμός πολλαπλασιάστηκε.
Κι αν δεν αγχωνόταν οι υπουργοί δημοσίας τάξεως (συγγνώμη, προστασίας του πολίτη) ότι θα είχαν να αντιμετωπίσουν σαρικοφόρους μπαχαλάκηδες, κανονικά το τζαμί θα το χτίζανε στην Τοσίτσα και όχι εκεί όπου βρίσκεται τώρα, δεν θυμάμαι που και να το γκουγκλάρω αποκλείεται αγαπητή ΕΣΗΕΑ, ούτε καν με συλλογική σύμβαση.
Αλλά, ως συνήθως, το μπακίρι είναι πιο δυνατό από κάθε πίστη και δοξασία.
Γιατί το μπακίρι είναι εν τη παλάμη, όχι κάτσε να αφήσεις πρώτα την τελευταία σου πνοή και ύστερα σε περιμένουν τα πιλάφια και τα μέλια.
Οπότε, δεν σπρεχάρει ο μουεζίνης στα Εξάρχεια, αλλά και πάλι ελληνικά δεν ακούς!
Εννιά στις δέκα κουβέντες στο δρόμο, εννιά στις δέκα κουβέντες στα καφέ, εννιά στις δέκα κουβέντες στα καταστήματα από την αλλοδαπή προέρχονται και σε αλλοδαπούς απευθύνονται.
Τόσο τους ευγενείς όσο και εκείνους με το υφάκι “κάτσε καλά, από τα λεφτά μου ζεις”.
Και στα Εξάρχεια και στην Ομόνοια και στο Σύνταγμα και στο Κουκάκι, καλά για την Πλάκα δεν το συζητώ, μιλάμε για πραγματικό πύργο της Βαβέλ.
Ένας όχι και τόσο μικρός εφιάλτης, που επετεύχθη μέσω του ρίαλ εστέητ και των τεχνασμάτων του.
Διότι ακόμη και οι πιο χαρντκοράδες κοινωνικοί αγωνιστές κάποιοι στιγμή πρέπει να πάρουν έναν υπνάκο, αλλά το χρήμα δεν κοιμάται ποτέ….
Για να φτάσουμε σήμερα σε πραγματικό ξεσπίτωμα όσων κατοίκων έχουν απομείνει στις γειτονιές του κέντρου.
Δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την οχλοβοή, τη φασαρία και το σκουπιδόμανι, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με οκτώ στα δέκα μαγαζιά να είναι υγειονομικού ενδιαφέροντος, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την έλλειψη ελεύθερων χώρων και πεζοδρομίων, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με μηδενικές παροχές εκ μέρους της πολιτείας (ρωτείστε λίγο για τα νήπια των Εξαρχείων), δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τις τιμές των αγαθών που όλως περιέργως παίρνουν διπλή ανηφόρα στις τουριστικές γειτονιές, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα σε ένα περιβάλλον που από το πρωί ως το βράδυ τους λέει “μάζεψέ τα και φύγε, στην Αθήνα δεν έχεις πια ζωή”.
Που είσαι ρε Τάσο Λειβαδίτη να γράψεις την “Δραπετσώνα” του εικοστού πρώτου αιώνα, που είσαι…
Χρήστος Ξανθάκης