Οσοι είναι πάνω από 40 ετών ίσως θυμούνται εκείνο το κύμα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 από το κέντρο της Αθήνας προς τα προάστια. Οι Αθηναίοι εκείνη την εποχή, μέσω σχεδόν αποκλειστικά των αποταμιεύσεων, άφηναν τα παλιά σπίτια του κέντρου και άρχισαν να αγοράζουν στα προάστια, βόρεια και νότια, τα νεόδμητα εκείνης της εποχής, με νέα κουφώματα, καλύτερη μόνωση, τη σύγχρονη –τότε– αντισεισμική προστασία. Οι μετακινήσεις αυτές πληθυσμών του κέντρου είναι κι εκείνες που «απελευθέρωσαν» αρκετά ακίνητα, πολλά από τα οποία ενοικιάστηκαν στη συνέχεια από τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που άρχισαν να συρρέουν στην πρωτεύουσα, αρχικά από τις χώρες του πάλαι ποτέ ανατολικού μπλοκ.
Οι εργαζόμενοι εκείνης της εποχής ουσιαστικά αποφάσιζαν –έπειτα από δεκαετίες αποταμιεύσεων– να επενδύσουν σε ένα καλύτερο μέλλον για αυτούς και τα παιδιά τους. Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά, η χώρα «ανέβηκε» κι άλλο, προτού χρεοκοπήσει το 2010, έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία ξέφρενης σπατάλης. Σήμερα, 15 χρόνια μετά, οι γενιές που είχαν αναβαθμίσει το βιοτικό επίπεδό τους (και των παιδιών τους) είναι πια στη σύνταξη, ενώ τα παιδιά τους πασχίζουν να κρατήσουν με νύχια και με δόντια ό,τι τους κληροδοτήθηκε. Σε κάποιες περιπτώσεις τα καταφέρνουν, σε κάποιες άλλες, όπως είναι πρόδηλο σε όλους όσοι ζουν σε αυτή τη χώρα «κανονικά» και όχι μέσα στις «φούσκες» των κοινωνικών δικτύων, πωλούν τις περιουσίες προκειμένου να επιβιώσουν. Και τα παιδιά αυτών αδυνατούν, όπως είναι γνωστό, να αποκτήσουν δικά τους σπίτια.
Το σχήμα είναι πια γνωστό. Επιχειρείται οι νέοι αυτοί να χρεωθούν, για να αγοράσουν τη δική τους κατοικία. Τα ακίνητα αυτά είναι συχνά τα ίδια που οι γονείς και οι παππούδες τους είχαν εγκαταλείψει με σκοπό να αναβαθμίσουν τη ζωή τους. Επιστρέφουν, δηλαδή, τα παιδιά, στα χειρότερα. Ερχεται με κάποιο τρόπο, δηλαδή, η πραγματικότητα και επικυρώνει εκείνο που είναι ήδη γνωστό: οι νέες γενιές θα ζήσουν χειρότερα από τις προηγούμενες. Και, βεβαίως, δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Αλλά, αλήθεια, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι οι νεότερες γενιές, που είτε έχουν αποδεχθεί ότι δύσκολα θα μπει φρένο στη βιοτική κατηφόρα τους είτε απλά αναζητούν σωσίβιο εκτός της χώρας, θα αποκτήσουν όραμα για τη χώρα; Η απάντηση είναι προφανής. Εκείνο που δεν είναι προφανές, είναι για ποιο λόγο δεν γίνεται όλη αυτή η συζήτηση που αφορά το μέλλον της κοινωνίας, άρα και της χώρας. Η κατάρρευση του 2010 δεν είναι μακριά και η «επικοινωνιακή ατζέντα» δεν είναι παρά επιφανειακό μακιγιάζ σε έναν ασθενή που βρίσκεται ακόμη στην αποθεραπεία…
Βασίλης Νέδος
Καθημερινή (27.5.2025)