(Μια ιστοριούλα για να σιάξει το μέσα μας, τώρα στις γιορτές)
Κάθε καλοκαίρι, μέσα Ιουλίου, παίρνω το δρόμο κι ανεβαίνω Τρίκαλα για το μνημόσυνο της μαμάς.
Σόλο πάω, δίχως αγαπημένα πρόσωπα στο πλευρό μου. Δεν είναι από εγωισμό ή ψωροπερηφάνια, είναι που θέλω να τα πούμε δυο μας με την Κουλίτσα.
Χωρίς ενδιάμεσους.
Τέλος πάντων, τσιμπάω διήμερο να λείψω Πέμπτη και Παρασκευή απ’ το Νewpost (ο θείος Τάκης γκρινιάζει άμα κολλάς άδεια στο Σουκού, αλλά άμα είναι προσωπικό το ζήτημα υπογράφει με τα δύο χέρια), βγαίνω στην εθνική οδό, κάνω την καθιερωμένη στάση μου στο “Ημίωρο”, στα Καμένα Βούρλα (ο καλύτερος καφές και οι πίτες αξεπέραστες), κατά το μεσημεράκι φτάνω στον προορισμό μου.
Την κάνουμε με το φίλο μου τον Αλέκο για φαγητό, ντερλικώνουμε, πίσω τα καράβια, ρέγκλα.
Ξυπνάω κατά το απογευματάκι, λέω του κολλητού “πάω για φωτογράφηση, τα λέμε το βράδυ”, παίρνω την κάμερα, το κόβω στο περπάτημα, να πάω στο σταθμό των τραίνων (είχαμε τραίνα στη Δυτική Θεσσαλία κάποτε…), να βρω γκραφίτι, γνωστή η τρέλα μου.
Τέλος πάντων, τελειώνω τη δουλειά, τηλεφωνάω στον Αλέκο, θες να πάμε για ένα ποτό στο “Ασκληπιάκι”, άντε να πάμε σε τρία τέταρτα.
Λέω να περπατήσω.
Κι επειδή είχα χρόνο, είπα να μην ροβολήσω ράιτ θρου από Ασκληπιού, αλλά να προχωρήσω προς τζαμί και Άγιο Κωνσταντίνο.
Λίγο πριν φτάσω, λοιπόν, στην εκκλησία, πέφτω πάνω σ’ ένα μυστήριο πετούμενο.
Ένα πουλί που στέκονταν ζαβλακωμένο στο πεζοδρόμιο και με κοίταζε σε στυλ “που είμαι, που βρίσκομαι”.
Φρέσκο ακόμη, γιατί δεν είχε μόνο πούπουλα, είχε και μαλλί, αλλά περιστέρι δεν ήταν.
Είχα μεγαλώσει περιστέρι στο μπαλκόνι του παλιού μου σπιτιού, στους Αμπελοκήπους, άλλο πράγμα ήταν τούτο.
Πληγωμένο δε φαινόταν, σπασμένο φτερό δεν είδα, φωλιά πουθενά, πολυκατοικίες ολόγυρα, ούτε η μάνα του να πετάει εκεί γύρω.
Γαμώτι, γαμώτι, γαμώτι, τι στο δγιάλο να κάνω.
Ανοίγω ίντερνετ, βρίσκω τηλέφωνα, παίρνω όλες τις τοπικές υπηρεσίες, ναι καλά, ποιόν θα βρεις οκτώμιση η ώρα το θερινό απόγευμα, αύριο πάλι κι έχει ο Θεός.
Πεισμώνω.
Κι επειδή κάτι θυμόμουν απ’ το παρελθόν, σκαλίζω το ψαχτήρι, βρίσκω επικοινωνία με Anima.
Με στέλνουν στο Viber να συνεννοηθώ, στέλνω φωτό του πτηνού, ρωτάω τι κάνω.
Μου απαντάνε:
“Το παίρνετε σπίτι. Το βάζετε σε χαρτόκουτο. Του δίνετε νερό σταγόνες. Με όσο πιο πρωινό γίνεται το στέλνετε Αθήνα αύριο πρωί. Κουτί με τρύπες. Ενημερώνετε εδώ για ώρα άφιξης”.
Ξαναρωτάω, τι πουλί είναι, μου απαντάνε:
“Μωρό κιρκινέζι”.
Γεράκι, δηλαδή, και μάλιστα απ’ τα πιο ζόρικα.
Έπρεπε να το είχα καταλάβει απ’ τα νύχια τα γαμψά, που θυμίζανε στελέχη της κυβερνήσεως, αλλά που μυαλό.
Παίρνω Αλέκο, που είναι πουλάς και ξέρει από δαύτα.
Του τα λέω, μου απαντάει:
“Κανονικά για το γεράκι δεν θα έπρεπε να έρθω, αλλά τέλος πάντων περίμενε, βρίσκω κλουβί, ανεβαίνω στη μηχανή κι έρχομαι σε δέκα λεπτά”.
Έχει και τα καλά της η επαρχία, το φιφτίν μίνιουτ σίτι που αναζητεί αγωνιωδώς η Αθήνα, έχει κατακτηθεί εκεί προ πολλού.
Ώσπου να ‘ρθει ο Αλέκος, κομμένα τα πόδια τα δικά μου.
Είχε αρχίσει να εκνευρίζεται το κιρκινέζι απ’ την παρουσία μου, πήγαινε σαπέρα σαδώθε, μαντουμαδόρος εγώ, στενό το μαρκάρισμα, ευτυχώς οι γάτες της γειτονιάς ήταν στη ντάγκλα λόγω καύσωνα.
Τέλος πάντων σκάει μύτη το φιλαράκι, κάνει μία λαβή πρόστυχη, γνώστης γαρ, το βουτάει το κιρκινέζι, το χώνει στο κλουβί, το πάμε σπίτι.
Του εξηγώ τα καθέκαστα, τον ρωτάω “και γιατί μου είπες ότι δεν έπρεπε να έρθεις;”
Μου απαντάει:
“Ρε κορνέ, τα γεράκια μου τρώνε τα πουλιά. Ορμάνε στο κλουβί με τα φτερά απλωμένα, σπέρνουν πανικό και πάνω στο χαμό τα σκοτώνουν. Δεν καταλαβαίνουν τίποτα, σου λέω. Αλλά νταξ, δεν μπορούσαμε να το αφήσουμε στη μέση του δρόμου να το πατήσουν τ’ αμάξια ή να το φάνε τα γατιά. Δεν τα κάνω εγώ αυτά…”
“Κατάλαβα”, του λέω. “Και να σου πω τώρα, πως θα το βαφτίσουμε;”
“Κάτσε ρε μαλάκα να τη βγάλει πρώτα”, μου λέει, “και ψάχνουμε ύστερα για όνομα”.
“Όχι, τώρα θα γίνει”, του λέω, “πως τον λέγανε τον πατέρα σου;”
“Οι φίλοι του τον λέγανε Σάκη”, μου λέει.
“Σάκης και το κιρκινέζι”, του λέω και το κλείσαμε.
Κλείσαμε και τον Σάκη στο υπόγειο του σπιτιού για να μην αγχώνεται από θορύβους, αφού πρώτα τον ποτίσαμε. Προσπαθήσαμε να τον ταΐσουμε κιόλας, δεν είχε όρεξη.
Και πέσαμε για ύπνο, που όρεξη για ποτάκι μετά από τέτοια σκηνικά…
Την άλλη μέρα, πεντέμιση το πρωί στο πόδι.
Κατεβαίνουμε στον Σάκη, τσαμπουκαλμένο το κιρκινέζι. Είχε κουλάρει, είχε ξεδιψάσει, ψαχνότανε για καυγά.
Μας πιάσανε τα γέλια.
Κοιταχτήκαμε με τον Αλέκο, κουνήσαμε τις κεφάλες, βρήκαμε χαρτόκουτο μεγάλο, τον χώσαμε (μετά από μικρή μάχη και ελαφρές αμυχές…), πήγαμε στα ΚΤΕΛ, πήρε το δρόμο του.
Τον παραλάβανε κανονικά από Anima, τον τσεκάρανε, τον σενιάρανε, ευγενέστατοι άνθρωποι, εγώ θα με διαολόστελνα που έπαιρνα κάθε τρεις ώρες να μάθω νέα του.
Και μετά από δυο μήνες, τον αφήσανε ελεύθερο να κόβει τις τσάρκες του στους γαλανούς ουρανούς.
Κατουρημένος από χαρά ο ρεπόρτερ, λες και είχε γίνει μπαμπάς…
Ηθικόν δίδαγμα:
Αν μπορεί να σωθεί ο Σάκης, που βρέθηκε μόνος, παλαβωμένος κι αβοήθητος στο πεζοδρόμιο, τότε ίσως υπάρχει ελπίδα και για μας!
Καλά Χριστούγεννα παλικάρια και γοργόνες μου, υγεία και χαμόγελα εύχομαι.
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost
