Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025

Εμφύλιος 2.0 στην Ελλάδα 2.0…


Το μπαρμπούνι να κλάσει, η κατσίκα να μασήσει ταραμά, ο υπουργός να βάλει μαλλί, με κάποιο τρόπο η συζήτηση στην Ελλάδα θα γυρίσει στον εμφύλιο.Κοντά ογδόντα χρόνια έχουν περάσει από τότε και κάθε τρεις και λίγο ξεθάβεται το τσεκούρι του πολέμου, λες και δεν είχαμε άλλη δουλειά να κάνουμε, λες και δεν είχαμε μια πορτοφόλα να μπαλώσουμε, λες και δεν είχαμε παιδιά και γατιά να μεγαλώσουμε.
Όχι αλητάκια, εκεί, καρφωμένοι όλη νύχτα στο κλίμα το εμφυλιοπολεμικό, πως βάνει ο άλλος το ερκοντίσιον να δροσιστεί στον καύσωνα μέσα…
Κι επειδή οι δημοσκοπήσεις την ανεβάζουν τη θερμοκρασία στην Πειραιώς, τώρα που πέρασαν οι πρώτες θετικές εντυπώσεις και κατάλαβε ο κόσμος ότι η κυβέρνηση από εκεί που έδινε πάρα πολλά σε πολύ λίγους, δίνει πλέον πολύ λίγα σε πάρα πολλούς, αρχίζουμε και ξύνουμε τον πάτο του βαρελιού:
Αρχίζουμε να μιλάμε για τον εμφύλιο…
Με αφορμή την αποτρόπαιη δολοφονία του Τσάρλι Κέρκ (όλες οι δολοφονίες αμάχων είναι αποτρόπαιες, τελεία), να βγαίνουν τα μπαγλαμαδάκια και να υμνούν την ανθρωποσφαγή.
Την χειρότερη ανθρωποσφαγή όλων, γιατί δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να σκοτώνει αδερφος τον αδερφό.
Αλλά άμα είσαι απέξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια λες…
Με αφορμή λοιπόν ένα βίντεο που είδε το φως της δημοσιότητας πριν από λίγα εικοσιτετράωρα (δεν θα διαφημίσω!), ορίστε πέντε λόγια από από ένα παλαιότερο κείμενό μου.
Γιατί κάποιες οικογένειες τον ζήσανε στο πετσί τους τον εμφύλιο, όχι στη φαντασία τους…

Στο σπίτι μας δεν μιλάγαμε για τον εμφύλιο.
Και είχαμε κάθε λόγο να παραμένουμε σιωπηλοί.
Η οικογένεια, βλέπετε, μέτραγε θύματα, πόνο, βία κι από τις δυο πλευρές.
Την δεξιά και την αριστερά.
Ή μάλλον, να το πω καλύτερα, την πατριωτική και την προοδευτική.
Όπως αποκαλούσαν οι ίδιες τους εαυτούς τους.
Εξηγούμαι για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις.
Τον παππού μου τον Χρήστο, που φέρω το όνομά του, τον δολοφόνησαν μέσα στην κατοχή κάτι κατσαπλιάδες που παρίσταναν τους κομμουνιστές.
Τον συνέλαβαν κουτουρού, μαζί με κάτι άλλους άσχετους και τους έκλεισαν σε μια εκκλησία στην άκρη των Τρικάλων.
Το βράδυ έριξε χιόνι, σηκωθήκαν οι φρουροί και φύγανε.
Μαζεύτηκαν οι έγκλειστοι, είδαν τι γίνεται, “άντε να το σκάσουμε”.
Όλοι εκτός απ’ τον παππού μου. “Εγώ δεν πάω πουθενά”, τους είπε. “Δεν έχω κάνει τίποτε, ποιος θα με πειράξει;”
Τον σκότωσαν την άλλη μέρα το πρωί με τους υποκόπανους από τα ντουφέκια. Για να μην ξοδεύουν σφαίρες.
Μέσα στην τρέλα τους, γιατί τους είχαν ξεφύγει οι αιχμάλωτοι.

Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ο Αρχοντής ήταν ΕΠΟΝίτης, ιδεολόγος κομμουνιστής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Τον μπουζουριάσανε, τον κλείσανε Γεντί Κουλέ, του σπάσανε όλα τα πλευρά.
Τον πηγαίνανε για εκτέλεση, αλλά μπήκε στη μέση ο αδερφός του ο Θρασύβουλος που μόλις είχε τελειώσει την Ευελπίδων.
Εγγυήθηκε, τον βγάλανε, τον ντύσανε αμέσως στο χακί και τον στείλανε στο Γράμμο να πυροβολάει τους ΕΑΜίτες.
Πλάι στον αδερφό του τον Ηλία, που έφαγε μια σφαίρα και πέθανε.
Προς τιμή του ο πατέρας μου βάφτισε Ηλία τον αδερφό μου.
Αυτά τα λίγα ξέρω, αυτά κατόρθωσα να αποσπάσω από τα αμίλητα χείλη της γιαγιάς μου και του πατέρα μου.
Καμία όρεξη δεν είχαν να μου πουν τίποτε παραπάνω, να ξαναζήσουν τις τραγωδίες τους.
Η γιαγιά μου έμεινε χήρα και άφραγκη με δυο πιτσιρίκια του δημοτικού, ο πατέρας μου μέτρησε τριανταπέντε χρόνια στο άγχος και στο φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα επέστρεφε στη φυλακή.
Δεν έπαψε ποτέ του να είναι αριστερός, όπως δεν έπαψε ποτέ η γιαγιά μου να είναι δεξιά.
Κι η μάνα μου με μένα και το αδερφό μου στη μέση, να προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη.
Τι μας συνέβη.
Οπότε δεν θέλω ούτε εγώ να μιλήσω για τον εμφύλιο.
Ούτε να τον ζήσω, θέλω.
Πέρασαν από πάνω μου οι στάχτες του και ήταν κάτι παραπάνω από αρκετές.
Θα συμβούλευα απλώς τα παιδάκια που επικαλούνται τώρα το φάντασμα της αδερφοσφαγής, να μετράνε τα λόγια τους πριν ανοίξουν το στόμα τους.
Έχει μιλήσει το αίμα πριν απ’ αυτούς…

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost