Το «Βήμα», λοιπόν. Μια εφημερίδα που έμπαινε στο σπίτι μας από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μας και την αποδελτίωνε κιόλας ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου, κράταγε τα κομμάτια που τον ενδιέφεραν περισσότερο για αρχείο. Εμένα, πάλι, μου φαινόταν πολύ στεγνή και αυστηρή, καμία σχέση με τα «Νέα» της δεκαετίας του εβδομήντα που ήταν αμπέλι και περβόλι. Αλλά το «Βήμα» ήταν έγκυρον…
Κάπου έχασε ολίγη απ’ αυτή την εγκυρότητά του με την υπόθεση του γιατρού Τσιρώνη, αλλά συνέχισε ακάθεκτο την πορεία του. Ως την ώρα που τα οικονομικά προβλήματα του ΔΟΛ διέκοψαν την ημερήσια έκδοσή του και έμεινε μόνο το κυριακάτικο. Ένας ατέλειωτος καημός, μιας και ξαναβγήκε καθημερινό φύλλο και μία και δύο φορές αλλά δεν φτούρησε ποτέ και πήρε την άγουσα για το χρονοντούλαπο. Όπως την πήραν εν γένει οι εφημερίδες που κάποτε χαρακτηρίζαμε «πρωινές»…
Αλλά η κυριακάτικη εκδοχή έκανε θαύματα. Ακόμη θυμάμαι τον ανταγωνισμό ημών της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας» και του «Βήματος» τέλη δεκαετίας του ενενήντα με αρχές του νέου αιώνα, όταν πουλάγαμε αμφότεροι διακόσιες πενήντα χιλιάδες φύλλα με τίγκα τις προσφορές, με το κλαρκ έπρεπε να τις κουβαλήσεις σπίτι τις εφημερίδες. Και αναγνωσιμότητα δέκα, έντεκα, δώδεκα παρακαλώ, πράγμα που σημαίνει πάνω από δυο εκατομμύρια κόσμος να σε διαβάζει κάθε Κυριακή!
Έργο Ψυχάρη φυσικά, που γνώριζε πολύ καλύτερα από κάθε άλλον τα σουσούμια του Έλληνα. Και του πρόσφερε αυτό που αναζητούσε, έστω και αν καμιά φορά μετέτρεπε το τίποτα σε είδηση –όπως το πρωτοσέλιδο για το «νομοσχέδιο» περί στράτευσης των γυναικών. Το μόνο που δεν υποψιάστηκε ο Σταύρος ήταν ότι το ίντερνετ θα το ξεφτίλιζε το χαρτί και θα το έριχνε στο καναβάτσο. Κι όταν προσπάθησε να υιοθετήσει τις καινούριες πρακτικές, ήταν πια αργά. Είχαν βγει άλλα γατόνια στην πιάτσα και γαζώνανε…
Ως εκ τούτου το «Βήμα» έφτασε μάλλον ασθμαίνοντας στα 100 χρόνια της ύπαρξής του. Μακριά από τους Λαμπράκηδες πλέον και τις ιστορικές του ρίζες, απλό τμήμα και όχι κορωνίδα ενός δημοσιογραφικού οργανισμού. Ευχές για άλλα τόσα, αν και με όσα συμβαίνουν γύρω μας στον χώρο της πληροφορίας κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει αύριο.
Χρήστος Ξανθάκης
ΜedioΠΙΛΑΦΟ / Νewpost