Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Η Γώγου ήταν πυρκαγιά, όχι αγία


Του Γιώργου Ι. Αλλαμανή

Βάζω στοίχημα ότι ο ενάρετος σκηνοθέτης Αντώνης Μποσκοΐτης δεν θα έστησε μία τσαπατσούλικη αγιογραφία στο νέο του ντοκιμαντέρ «Κατερίνα Γώγου - για την αποκατάσταση του μαύρου». Οι προηγούμενες δουλειές του, τόσο για τη Φλέρυ Νταντωνάκη όσο και για την ελληνική ροκ σκηνή του ’70 («Ζωντανοί στο Κύτταρο») έδειξαν ότι σέβεται την πραγματικότητα και την αναδεικνύει μέσα από τις «μαρτυρίες των ζωντανών». Φοβάμαι όμως τις παρεξηγήσεις από την πλευρά ορισμένων θεατών. Κυρίως νεαρών, εφήβων ακόμη στην ηλικία ή την αντίληψη, έτοιμων να υψώσουν και να καταναλώσουν μύθους ακλόνητους, αδιαπραγμάτευτους.
Το είχα διαπιστώσει εν μέρει και εγώ όταν κυκλοφόρησα τη βιογραφία του Νικόλα Άσιμου, πριν από 12 χρόνια. Δεν πα’ να κρατάς αποστάσεις, να κάνεις λιανά τις αντιφάσεις του βιογραφούμενου, να προσπαθείς να τον παρουσιάσεις όπως ήταν, να (απο)δεικνύεις με ντοκουμέντα τα οποία με κόπο απέκτησες και ανέλυσες ότι ήταν κι αυτός άνθρωπος με το μεγαλείο και..
τις εκπτώσεις του - πάντα θα βρεθούν αυτοί που θα αναγνώσουν αυτό που θέλουν: έναν ήρωα άτρωτο, μία ηρωίδα μυθική.
Η Γώγου ήταν πυρκαγιά, όχι αγία. Και κάηκε πρώτα απ’ όλα η ίδια. Μισοκαμένα χαρτιά είναι τα ποιήματά της, τα ηχητικά σπαράγματα της φωνής της σε ταινίες και δίσκους, οι εικόνες και οι μνήμες που άφησε το πέρασμά της.
Για τους νεότερους, που υφίστανται στο πετσί τους την πιο ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα της Ελλάδας από τη δεκαετία του ’40, ο ποιητικός λόγος της Γώγου είναι ανατριχιαστικά επίκαιρος. Όχι γιατί έζησε ως «πρότυπο» και άλλα μυθοποιητικά κουραφέξαλα, αλλά γιατί είναι βαθύτατα πολιτικός, όσο και απελπισμένος, αδιέξοδος, χωρίς πρόταση.
Εν μέσω μνημονίου, αυτή η ποίηση εκδικείται την εποχή της περνώντας στην αθανασία της τέχνης. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, αποκτά νόημα η ντοκουμενταρίστικη καταγραφή της ζωής της Γώγου.
Και για το τέλος, μια μικρή προσωπική μαρτυρία. Δεν γνώριζα τη μακαρίτισσα. Τέλη Σεπτέμβρη 1993, στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, στην οδό Σόλωνος, ήμουν ακριβώς πίσω της στο ταμείο περιμένοντας να πληρώσω κάτι βιβλία. Μαυροντυμένο πουλί, πρόωρα γερασμένο. Δύσκολα στεκόταν στα πόδια της. Όταν ήρθε η σειρά της, έσκυψε και σχεδόν ψιθύρισε στον υπάλληλο: «Πες του, σε παρακαλώ… Όπως και την άλλη φορά… Θα τα πάρω, θα τα διαβάσω και θα τα επιστρέψω άθικτα… Δεν έχω λεφτά να τα πληρώσω…» Αξιοπρέπεια εκκωφαντικά χαμηλών τόνων. Λίγες μέρες μετά, στις 3 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς, πάτησε το κουμπί για το άγνωστο.

-από topontiki