«Αύριο το πρωί στις δέκα ξεκινάει η… μεγάλη απόδραση. Θα κατεβούμε στο λιμάνι του Πειραιά και θα ανεβούμε στο δελφίνι για να πάμε στον Πόρο. Σε 55 λεπτά θα ’χουμε φτάσει. Ο Πόρος είναι ένα μέρος μαγικό. Από μακριά βλέπεις στέγες σε εκπληκτική αρμονία. Πατώντας στην προβλήτα γίνεσαι άλλος άνθρωπος. Οι θόρυβοι σου φαίνονται… μελωδικοί.
Οι άνθρωποι χαμογελούν. Τα θαλάσσια ταξί πηγαινοέρχονται Πόρο – Γαλατά – Πόρο χορεύοντας στα κύματα…Δεμένα δεκάδες ιστιοπλοϊκά, ψαρόβαρκες με τους ψαράδες να πουλάνε τα ψάρια τους στους περαστικούς και μεγάλα γιοτ να διασχίζουν το πέρασμα ανάμεσα στον Πόρο και το Γαλατά με χαμηλές ταχύτητες…
Το σπίτι του Γιώργου έχει μια εκπληκτική θέα στο λιμάνι του Πόρου. Μπορείς να χαζεύεις επί ώρες -ειδικά τα απογεύματα με το ηλιοβασίλεμα- όλη την κίνηση στη θάλασσα, που δεν σταματάει ποτέ…
Τα μεσημέρια μάς αρέσει να τρώμε στις ταβέρνες, που έχουν απλώσει τραπέζια δίπλα στα ιστιοπλοϊκά. Όταν φυσάει ακούς τον ήχο του πανιού να «φλερτάρει» με το πανύψηλο κατάρτι, ενώ έρχονται τα γιαπράκια, οι καραβίδες, τα μπαρμπούνια, οι σαργοί, οι σαλάτες, χόρτα «πνιγμένα» στο λεμόνι, λευκό κρασί και ψημένο ψωμί…
Τις Κυριακές, επειδή ο Γιώργος είναι… νοικοκύρης, ξυπνάει νωρίς από τις καμπάνες της εκκλησίας και μας φέρνει τις εφημερίδες και ζεστές τυρόπιτες…»
Υ.Γ. Η παραπάνω γλαφυρή περιγραφή ως έκθεση θα έπαιρνε εύκολα ένα 14 με 15 στην Α’ Γυμνασίου αλλά θα μπορούσε άνετα να δημοσιευτεί και στην εφημερίδα ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ του Αιμίλιου Λιάτσου.