Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024

Δυο λόγια αγαπητικά για το φαινόμενο «Poor things»


Πέντε Οκτωβρίου του ’88, στο Civic Auditorium της Ομάχα. Ντιμπέητ υποψηφίων αντιπροέδρων των ΗΠΑ, από τους Δημοκρατικούς ο Λόιντ Μπέντσεν, από τους Ρεπουμπλικάνους ο Νταν Κουέηλ. Λένε, λένε, λένε και κάποια στιγμή ο Κουέηλ συγκρίνει τον εαυτό του με τον συγχωρεμένο του Κένεντι. Και απαντάει ο Μπέντσεν, με ατάκες που έμειναν κλασικές στην ιστορία των πολιτικών αντιπαραθέσεων:
«Τον ήξερα τον Τζακ Κένεντι, υπηρέτησα στη Γερουσία πλάι στον Τζακ Κένεντι, ο Τζακ Κένεντι ήταν φίλος μου. Κι εσείς, κύριε, δεν είστε Τζακ Κένεντι»!

Αναλόγως, θα μπορούσα κι εγώ μετά που είδα το «Poor things» να σημειώσω:
Έχω δει Μπουνιουέλ, έχω λιώσει στο σινεμά με Μπουνιουέλ, έχω περάσει μέρες ολόκληρες σκεπτόμενος τις ταινίες του. Κι αυτή η ταινία μια χαρά είναι, αλλά Μπουνιουέλ δεν είναι!
Και κάπου εδώ θα μπορούσα να σταματήσω και να το κλείσω το θέμα, θα μου ‘ρθει όμως μήνυμα από θείο Τάκη ότι δεν με πληρώνει να τουιτάρω, με πληρώνει να γράφω κείμενα, οπότε πάμε να το δούμε πιο αναλυτικά, να το απλώσω κάπως το σκεπτικό.
Πρώτον, τα καλά νέα:
  • Άμα δε δώσουν το Όσκαρ ερμηνείας στην Έμα Στόουν, θα είναι μαλάκες οι τύποι της Ακαδημίας. Μιλάμε για πραγματικό ρεσιτάλ, που σηκώνει πολύ χειροκρότημα.
  • Το αυτό και για τα κοστούμια, που πραγματικά ζαλίζουν το μάτι. Το βγάζω το καπέλο.
  • Αξίζει οπωσδήποτε στο Λάνθιμο μια θέση στην τελική επιλογή για το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Ο άνθρωπος κάνει μαγικά με το φακό, έστω κι αν ενίοτε το παρακάνει με την επίδειξη βιρτουοζιτέ. Αλλά άμα ο μπαλαδόρος μπορεί να τριπλάρει και τους έντεκα παίχτες της αντίπαλης ομάδας, άντε πες του εσύ να μην το κάνει.
  • Αξιοπρόσεκτα και τα σκηνικά, παίζουν κι αυτά για την τελική επιλογή. Δεν εντυπωσιάζουν, πάντως, όσους και όσες γνωρίζουν από steampunk.
Μια ταινία, ωστόσο, δεν είναι μόνο τα ανωτέρω, μια ταινία είναι ένα πακέτο πολύ πιο συνολικό κι εκεί το “Poor Things μπάζει νερά, θυμίζοντας όσο περνάει η ώρα περισσότερο καρτούν και λιγότερο φιλμ υψηλού προβληματισμού
Αναμφιβόλως το σενάριο τα πατάει τα σωστά κουμπιά που θα κάνουν τον θεατή να ταυτισθεί και αναπτύσσεται έξυπνα ως παραλλαγή σουρεαλιστικού road movie, δεν εμβαθύνει ποτέ ωστόσο και δεν ρίχνει παρά μια περαστική ματιά στις πληγές που αγγίζει η πρωταγωνίστρια Μπέλα στην πορεία προς την ωριμότητα. 
Όσο για την ίδια, θυμίζει εκείνο το Κογιότ των κινουμένων σχεδίων, που όλο κάτι καραμπαμπούμ της συμβαίνει και όλο δεν τρέχει τίποτα, όλα τζετ, πάμε στο επόμενο επεισόδιο της περιπέτειας…
Για να μην μιλήσω για τις επιεικώς χοντροκομμένες υποδείξεις του σεναρίου προς τον θεατή:
  • Κοίτα, κοίτα τον αποκαλεί Γκοντ τον τύπο, άρα είναι Θεός και δημιουργός.
  • Κοίτα, κοίτα, ο εραστής της την βρίζει με ένα σωρό χυδαίες, χυδαιότατες εκφράσεις.
  • Κοίτα, κοίτα ο στρατηγός που έχει περάσει τη ζωή του στα πεδία των μαχών κλάνει μέντες από ένα από τραύμα στην πατούσα
Και πάει λέγοντας…
Για να φτάσουμε στο τέλος της ταινίας, όπου καταλήγουμε στον διακαή πόθο των Αμερικάνων:
Την ευτυχισμένη οικογένεια!
Με παρούσα την ερωμένη, βεβαίως, συν τον σύζυγο που δείχνει κατανόηση, βάλε και το αποτυχημένο πείραμα δεν πειράζει, ορίστε και ο στρατηγός ως κατοικίδιο, σπουδάζει κιόλας ο Μπέλα, ιδανικό χάπι έντ για την μόντερν φάμιλυ. Κι άσε τα μαθήματα σοσιαλισμού και τα βασανισμένα παιδάκια της Αλεξάνδρειας στη λήθη, η ζωή προχωράει με το κεφάλι ψηλά!

Υ.Γ.:
Προσθέτω και κάτι πολύ ενδιαφέρον που έγραψε ο προσωπικός μου γκουρού του σινεμά Παναγιώτης Τιμογιαννάκης:
«Εδώ, τελικά , παίζεται όλο το μυστικό της παγκόσμιας επιτυχίας του Γιώργου Λάνθιμου και φυσικά και της συγκεκριμένης ταινίας. Ότι είναι ένας ευφυέστατος σκηνοθέτης, άρα κι ευφάνταστος, κι έχει καταφέρει αυτή την υπογραφή, ώστε να περιμένεις κάτι αλλοπρόσαλλο το οποίο όμως θα είναι ευφυές και καλόγουστο κι υψηλών προδιαγραφών και κάπως έτσι έγινε ο παγκόσμιος σάλος.»