Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Μύκονο και Σαντορίνη, σαν ερωτευμένοι πιγκουίνοι (τουρισμός γιοκ)!


Μπορεί και να σας το έχω ξαναπεί αλλά η επανάληψις είναι η μήτηρ πάσης μαθήσεως που μας λέγανε και στο σχολείο. Οπότε μπορώ να καταθέσω ότι το 1982, όταν πήγα για πρώτη φορά στη Σαντορίνη (αποκαλύπτω ηλικίες τώρα, αλλά δεν είμαι και φρέσκο κοτόπουλο!), η απόσταση ανάμεσα στο Εμπορειό και στην Περίσσα (μιλάμε για οκτώ ολόκληρα χιλιόμετρα τώρα) ήταν εντελώς άδεια. Ούτε οικίες, ούτε αποθήκες, ούτε μαγαζιά, όπου έφτανε το μάτι σου μια φλαταδούρα «καμένη» από τον καλοκαιρινό ήλιο.

Ξαναπήγα κι άλλες φορές στη δεκαετία του ογδόντα, ύστερα βαρέθηκα, ύστερα νοικοκυρεύτηκα, πάμε μπουμπού Σαντορίνη να θυμηθούμε τα ωραία, πάμε μπουμπούκο, πήγαμε. Είχαν περάσει καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, εννοείται ότι πήραμε αεροπλάνο (αξέχαστη η πρώτη διαδρομή με το Άγιος Γεώργιος Εξπρές, εικοσιεπτά ολόκληρες ώρες παρακαλώ!), εννοείται ότι μείναμε σε ξενοδοχείο, εννοείται ότι πληρώσαμε μαλλιοκέφαλα για πρωινό με ακτινοβολημένη πορτοκαλάδα, τα γνωστά. Αλλά εγώ ήθελα Περίσσα με χίλια. Και πήγαμε με το νοικιασμένο το τουτού και είδα εκείνα τα οκτώ χιλιόμετρα τίγκα στο μπετό, στο τούβλο και στον τσιμεντόλιθο. Ούτε πόντος αναξιοποίητος, που λένε και στο ρίαλ εστέητ. Ούτε πόντος αναξιοποίητος σε όλο το νησί, στα χαντάκια και στα ρουμάνια σηκώνανε οικοδομές. Πέρυσι διάβασα σε ρεπορτάζ της «Αυγής», ότι δεν υπάρχει πλέον ούτε μέτρο εκτός σχεδίου στη Σαντορίνη…

Και στη Μύκονο τα ίδια, φυσικά, μια φορά πήγα στη ζωή μου, με δημοσιογραφική κρουαζιέρα (είχαμε και τα τυχερά μας κάποτε!) και τρόμαξα από το ντουβαριστάν. Όπου και να κοίταζα ολόλευκες τουρτίτσες έβλεπα, η μία δίπλα στην άλλη, σχεδόν η μία μέσα στην άλλη. Με τις πισίνες τους, βεβαίως, βεβαίως, που να τρέχεις τώρα στη θάλασσα και να συνωστίζεσαι με την πλεμπάγια. Άσε που έχει λίγδα κάργα από τα αντιηλιακά που φορτώνουν το δέρμα τους οι γουάναμπιζ. Και όχι μόνο…

Οπότε η κατάσταση ήταν ένα άξιντεντ γουέτινγκ του χάπεν, που λένε και οι Εγγλέζοι. Κάτι σαν την τραγωδία στα Τέμπη ένα πράγμα, μόνο που τα θύματα στην περίπτωση αυτή δεν θα ήταν άνθρωποι θα ήταν πορτοφόλια.
Βλέπε και το χθεσινό ρεπορτάζ της «Καθημερινής» (υπογραφή του συναδέλφου Ηλία Γ. Μπέλλου), που μας έλεγε ότι τον Μάιο στη Μύκονο είχαμε πτώση της τουριστικής κίνησης κατά -17,5 % σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022, ενώ στη Σαντορίνη η πτώση έφτασε το -3,2 %.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο προγραμματισμός των αεροπορικών εταιρειών για τη δυναμικότητα των πτήσεών τους προς τη Μύκονο φέτος κατά την περίοδο από τα τέλη Μαρτίου ως τα τέλη Οκτωβρίου, δείχνει 17,1 % λιγότερες θέσεις σε σχέση με πέρυσι.
Αντίστοιχο νούμερο για τη Σαντορίνη, από Μάρτιο ως Οκτώβριο; Λιγότερες θέσεις κατά 18,9 % με τη μείωση τον Αύγουστο να φτάνει το 21,2 %!

Σικ τράνζιτ γκλόρια μούντι που λέγανε και οι Λατίνοι (στις γλώσσες σκίζω σήμερα!) και αρχίζει να σώνεται το λαδάκι στα βασίλεια της χλιδής. Δικαίως λέω εγώ, γιατί όλοι και όλες ξέρουμε εδώ και δεκαετίες που οδηγεί η υπερεκμετάλλευση δίχως όρια και κανόνες. Κορόιδα είναι δηλαδή οι Ιταλοί και οι Γάλλοι που τα διαμάντια του τουριστικού στέμματός τους τα φυλάνε ως κόρη οφθαλμού και δεν επιτρέπουν παρεμβάσεις τύπου καραγκιόζ μπερντέ; Ή μήπως εκεί έχει κουμμουνισμό και δεν ξέρουν να βγάλουν λεφτά με ουρά; Απορίες για το αύριο μιας βαριάς βιομηχανίας, που την αρμέξαμε βάρβαρα και βιαστικά, κοιτώντας μόνο το σήμερα και ποτέ το αύριο…

Υ.Γ. 1
: Όπως σημειώνει το άρθρο της «Καθημερινής»:
«Μια επιπρόσθετη παράμετρος που εκτιμάται ότι έχει λειτουργήσει αρνητικά, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, για τον ελληνικό τουρισμό, είναι και ο κακός καιρός».
Για να μη νομίζετε, δηλαδή, ότι είναι τίποτε Χάρυ Πότερ οι εκάστοτε υπουργοί τουρισμού!

Y.Γ. 2: Πάλι από τη χθεσινή «Καθημερινή» το ειδησάριο:
«Απαγορεύονται στο Ντουμπρόβνικ οι βαλίτσες που έχουν ροδάκια. Ο θόρυβος που κάνουν στους δρόμους ενοχλεί τους κατοίκους».
Εδώ, πάλι, στην ηρωική Παγκρατάρα για παράδειγμα, πάλι καλά που δεν εκδιώκονται δια της βίας οι κάτοικοι για να βολευτούν οι τουρίστες…

Υ.Γ. 3: Μη λησμονούμε ότι φέτος μας κλέβουν αβέρτα πελατάκια και οι Τούρκοι. Τα έχει αυτά το «σκληρό» ευρώ, απέναντι στην «ψόφια» λίρα.

Χρήστος Ξανθάκης