Τετάρτη 5 Απριλίου 2023

Άκου την πείνα σου!


Όταν ήμουνα πιτσιρικάς και είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, ετέθη επιτακτικώς το ζήτημα «τι τρώμε». Ανεπρόκοπος φοιτητής εγώ, ανεπρόκοπος φοιτητής ο αδερφός μου, μαγειρική γιόκ. Επομένως, έπρεπε να ανακαλυφθούν άλλοι τρόποι συντήρησης.
Σουβλάκια αρχικώς και πίτσες, αλλά δεν βγαίνει η ζωή μόνο με αυτά. Οπότε έψαξα, οπότε βρήκα, οπότε την πάτησα χειρότερα!
Ανακάλυψα ένα μπεργκεράδικο γωνία Ιπποκράτους και Σόλωνος, εκεί που είναι τώρα οι εκδόσεις Λιβάνη, κι έτρωγα κάθε μέρα αυγά μάτια με τηγανιτές πατάτες. Απλό, φτηνό, χορταστικό, τι άλλο θέλει το βλαχάκι; Και σε δυο μήνες μέσα, είχα μαζέψει τα απαραίτητα λεφτά για ν’ αγοράσω εκείνο το μπλε ελεκτρικ μπουφάν με την κόκκινη επένδυση, γαλλικό παρακαλώ, μάρκας “C17”. Άλλο τώρα που κόντεψε να τρυπήσει το στομάχι μου!
Ε ναι, είχε προκύψει αυτή η μικρή λεπτομέρεια, άρα αναγκαστικά ακολούθησα τον μεγάλο μου αδερφό στο εστιατόριο «Τα παιδιά», στου Ζωγράφου, στάση Γέφυρα. Όπου ήταν το καλό μαγαζί της γειτονιάς κι έτρωγες μαγειρευτά συμμαζεμένα, όχι σαν τους ανταγωνιστές του κάνα μισό χιλιόμετρο πιο πάνω που έκατσα μια φορά να απολαύσω ψητό κατσαρόλας και είχε χρώμα πετρόλ. Κλειστά τώρα και τα δύο, το ένα έγινε σούπερ μάρκετ, το άλλο μια φαγητομοντερνιά, μένει ο «Παπαγιάννης» στη στάση «Άλεξ», λίγο πιο κάτω, κι εκεί πηγαίναμε, κυρίως Κυριακάς και εορτάς.

Το αγαπημένο μου πιάτο στα «Παιδιά», ήταν ένα μοσχαράκι κατσαρόλας με πατάτες που το λέγανε «σπιτικό», φτιαγμένο με τρόπο φίνο και ψαγμένο, ακουγόταν ότι το είχε μανιπουλάρει στα ρεπά του ο μάγειρας του «Ιντεάλ». Εγώ το ψόφαγα συχνά πυκνά, αγαπημένη γεύση, άσε που δεν σου τρύπαγε την τσέπη. Ακόμη θυμάμαι την τιμή του εν έτει 1983, ενενήντα δραχμούλες παρακαλώ, ούτε καν εκατό, σου επιστρέφανε και ρέστα. Σημερινά λιγότερα από τριάντα λεπτά, ούτε μισό κουλούρι δηλαδή, γιατί δεν ξέρω αν σας πληροφόρησαν αλλά τα κουλούρια έχουν πάει εβδομήντα λεπτά από πενήντα που ήταν μια φορά κι έναν καιρό. Εβδομήντα λεπτά αυτά που τρώγονται, υποθέτω ότι μπορείς να βρεις και με πενήντα αλλά δεν τα συνιστώ. Προτιμότερος ο Γκοτζίλα που τρώγαμε στο στράτευμα!

Με δυο λόγια; Με δυο λόγια υπήρχε εποχή στην Ελλάδα με βασικό μισθό γύρω στα πενήντα χιλιάρικα, όπου το μπουφάν το μπλε το ελεκτρικ (με την κόκκινη επένδυση!) έκανε δεκαεπτά χιλιάρικα και το μοσχαράκι κατσαρόλας (γενναία μερίδα) έκανε ενενήντα δραχμές. Σε σημερινά λεφτά, ας πούμε, σαν να παίρνεις εκατον ογδόντα ευρώπουλα το μήνα και να χρειάζεσαι σχεδόν εξήντα για ένα ρούχο και λιγότερα από τριάντα λεφτά για ένα χορταστικό φαγητό.

Έκτοτε ήρθαν όλα τούμπα! Για ένα ρούχο χρειάζεσαι ένα, δύο, βαριά τρία ευρώ από τα στοκατζίδικα με σήμα την ιταλική σημαία που ξεφυτρώνουν παντού και για ένα φαγητό της προκοπής με κοψίδι πρέπει να πας στα δέκα, στα δώδεκα, στα δεκαπέντε ευρώ. Αντιστράφηκαν εντελώς οι ρόλοι εν ολίγοις και μας πιάνουν αλλιώς τον πάτο οι κάθε λογής πλουτοκράτες. Όχι πιο γλυκά ή πιο τρυφερά, απλώς με άλλο τρόπο…

Να το κλείσω, όμως, το σημερινό με ένα δημοσίευμα σχετικώς πρόσφατο της εφημερίδας «δημοκρατία», που σημείωνε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο ενώ ο πληθωρισμός αποκλιμακώθηκε κι έπεσε στο 6,1 % από 7 % τον Ιανουάριο, τα είδη διατροφής είδαν τις τιμές τους να αυξάνονται κατά 14,8 %. Αναλυτικά:
  • Γαλακτομικά: +25,2 %
  • Λάδι: +22,9 %
  • Κρέατα: 20 %
  • Ψωμί-Δημητριακά: 16,8 %
Σίτιους, άλτιους, φόρτιους οι τιμές των τροφίμων που λένε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες και για τους πλούσιους μην ανησυχείτε. Θ’ ανοίξουν την πορτοφόλα και θα φάνε μέγκλα. Εσείς με τον βασικό, πάλι, μπορείτε να ακολουθήσετε την επιτυχημένη συνταγή του ρεπόρτερ Ξανθάκη:
Αυγά τηγανιτά και πατατάκια, εφ’ όρου ζωής.
Θα είναι σύντομη η ζωή σας, αναμφιβόλως, αλλά τουλάχιστον θα σας μείνουν λεφτά για την κηδεία!

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (5.4.2023)