Τρίτη 14 Μαρτίου 2023

Ποιος χτυπάει το κουδούνι τέτοια ώρα...


Σου χτυπάει το κουδούνι και σου λέει από το θυροτηλέφωνο, «περνούσα από τον δρόμο σου και είπα να χτυπήσω, να πιούμε έναν καφέ». Κανείς δεν χτυπάει, όμως, πια έτσι το κουδούνι. Ηταν και η πανδημία βέβαια που έκλεισε τις πόρτες, αλλά σαν να ήταν έτοιμες κι από νωρίτερα να κλείσουν οι πόρτες μας.
Τώρα μόλις μπεις στο σπίτι, κάπου είναι ακόμα έτοιμο το αντισηπτικό, μετά κοιτάς τις αναπάντητες στο σταθερό, βλέπεις γνωστούς και αν, γιατί όλοι ξέρουν πότε θα σε βρουν, και άγνωστους που ξέρεις ότι είναι από τις εισπρακτικές για το δάνειο, άντε και κανένας που θέλει να πουλήσει καμιά επέκταση συμβολαίου.
Είναι τόσο ρυθμισμένα όλα πια που ξέρεις ότι άμα χτυπήσει το τηλέφωνο «εννιά φορές στις δέκα είναι για κακό», που έλεγε κι ο Λουκιανός, κι αν σου χτυπήσουν την πόρτα ή λεφτά θα σου ζητάνε ή κάποια αρνητική είδηση θα φέρνουν.

Επικοινωνούμε ακόμα, ναι. Εχουμε τα μηνύματα, τις πλατφόρμες, τα γρήγορα τηλέφωνα στον δρόμο ή κάποια αργόσυρτα τα βράδια που μαζευόμαστε και βιντεοκλήσεις, όχι τόσο συχνά πια, τις βαρεθήκαμε κι αυτές. Και βγαίνουμε πλέον και βλέπουμε κόσμο έξω και γελάμε και χαλαρώσαμε, όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι, και ξέρουμε με πόσες απώλειες και πόνο τελικά «κλειστήκαμε μέσα», όμως υποψιαζόμαστε ότι ίσως και να ήμασταν κι από πριν έτοιμοι να κλειστούμε μέσα και ότι μάλλον θα συνεχιστεί αυτή η κατάσταση της απόστασης, της προφύλαξης, της υποψίας ότι «εκεί έξω» κάτι μπορεί να είναι απειλητικό και επικίνδυνο.
Κι είναι σαν να ζούμε σε έναν πλανήτη κατευνασμού. Οχι από καμιά βαριά συνωμοσία, ούτε από κάνα μεγάλο πολιτικό σχέδιο, αλλά κάπως σαν να γύρισε αλλιώς η ανεμοδούρα εδώ και χρόνια, βαθμιαία, αλλά σταθερά, προς μια κατεύθυνση που δεν έχει στη γραμμή της τη συνάντηση, την επαφή, τη σάρκα που την πιάνεις και διαλύεσαι από προσμονή, το λίγωμα που σε κάνει να θέλεις «να βρεθούμε», την αγάπη από τις κουβέντες των φίλων γύρω από ένα τραπέζι παράδοσης στη ματαιότητα και τη χαρά του τυχαίου.

Κι αυτό που έρχεται κατά πάνω μας κατά καιρούς, οι τραγωδίες, οι καταστροφές, ο μεγάλος πόνος των ανθρώπων, μοιάζει να βρίσκει έτοιμο χώρο μέσα μας. Ισως γιατί τη νιώθουμε πια την απώλεια από καιρό να ανεμίζει και στους δικούς μας δρόμους, υποψιαζόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά όταν βάζουμε τα ακουστικά μας για να απομονωθούμε από τη βοή του κόσμου που μας ταράζει, ότι έχει σπάσει το μπαλόνι της ησυχίας και της ασφάλειας που με κόπο και αγωνία προσπαθούσαμε να φτιάξουμε επί χρόνια.
Τώρα ρωτάμε από μακριά «μ’ αγαπάς;» ή δεν ρωτάμε καν γιατί φοβόμαστε την απάντηση και την έκθεση και ευχόμαστε σιωπηρά κάποιος να μας χτυπήσει το κουδούνι στην πόρτα και να του ανοίξουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς επιφύλαξη. Ανοιξε την πόρτα, μην περιμένεις…