Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Άμα δεν ξέρεις από προσφυγιά, δεν ξέρεις τι ήταν ο Ξανθόπουλος…


Γράφει ο Χρήστος Ξανθάκης

Επί του προσωπικού και επιτρέψτε μου παρακαλώ.
Η γειτονιά μας στα Τρίκαλα ήταν τα Προσφυγικά. Λίγο πιο δίπλα ήταν τα Γύφτικα κι ακόμη πιο πέρα τα Εργατικά. Στις παρυφές της πόλης, κολλητά με τα χωράφια. Έτυχε της γιαγιάς μου της Ασημίνας (Μίνα τη φωνάζαμε) να της κληρώσει προσφυγικό οικόπεδο στα Τρίκαλα, ριζώσαμε εκεί. Της αδερφής της, της Σταματίας, της έκατσε για Χαλκίδα, κάποιος άλλος αδερφός βρέθηκε στο Μενίδι, σκορπίσανε. Όσοι και όσες προλάβανε να φτάσουν στην Ελλάδα στη Μικρασιατική καταστροφή, γιατί τη μισή οικογένεια τη σφάξανε οι Τσέτες…

Η γιαγιά μου ήτανε από πλούσια οικογένεια της Πανόρμου. Ο πατέρας της μεγαλέμπορος, σπίτι με λεφτά. Όταν έγινε το κακό, κανείς και καμιά δεν πίστευε ότι θα ξενιτεύονταν για πάντα. Τη ρώτησα μια φορά τι είχε πάρει μαζί της τη μέρα που τα μαζέψανε και φύγανε. Με κοίταξε με μάτια γυάλινα:
«Το καπελάκι μου», είπε.
Ήταν δώδεκα χρονών…

Ήρθαν στην Ελλάδα και βρέθηκαν απ’ τα σαλόνια στ’ αλώνια. Ταλαιπωρία, φτώχεια, καντήφλα, δεν ξέρανε που να κρυφτούν. Φτιάξανε όπως όπως και σιγά σιγά κάτι που έμοιαζε με ζωή, μεροδούλι μεροφάι, περιφρόνηση από τους ντόπιους, βρισίδι και χειρονομίες. Η γιαγιά μου παντρεύτηκε μικρή τον παππού μου τον Χρήστο, έκανε δυο παιδιά, χήρεψε γρήγορα στην κατοχή, όταν κάποια καθίκια που παρίσταναν τους κομμουνιστές δολοφόνησαν τον άντρα της. Ύστερα είπαν ότι έγινε από λάθος…

Με τόσες συμφορές στη διαδρομή σου, πέτρα γίνεσαι. Δεν σου μένει, άλλωστε, χρόνος για ενδοσκόπηση όταν έχεις δυο ανήλικα να μεγαλώσεις μέσα στις εθνικές συμφορές. Η γιαγιά μου μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο σκληρό, βλοσυρό, συνοφρυωμένο. Άνθρωπο από μάρμαρο. Έκανε τις δουλειές του σπιτιού, μαγείρευε (αχ, αυτό το μικρασιάτικο χέρι στην κουζίνα), μας πρόσεχε εμένα και τον αδερφό μου τον Ηλία μην κάνουμε καμιά σκανταλιά και τέλος. Στο σπίτι, μιλιά. Μόνο με τις γειτόνισσες, προσφυγοπούλες κι αυτές, ανταλλάσσανε κουβέντες, πάντοτε στα τούρκικα για να μην καταλαβαίνουμε εμείς τα μικρά. Τουλάχιστον μ’ αφήνανε να βουτάω μπισκότα Μιράντα στον καφέ…

Και κυλούσε έτσι ο καιρός, ώσπου δυο βήματα απ’ τη γειτονιά μας άνοιξε ο θερινός κινηματογράφος «Αλκαζάρ» -«Αρκαζάρ» για τα πιτσιρίκια, μας έβγαινε πιο εύκολα στη γλώσσα. Με φτηνό εισιτήριο, το μισό από τα κεντρικά σινεμά των Τρικάλων και ελληνικές ταινίες, άλλη κάθε μέρα. Τίγκα τα βράδια, έτρεχε η φτώχεια για ψυχαγωγία, ήταν αρχή της δεκαετίας του εβδομήντα, ούτε ένα στα δέκα σπίτια δεν είχε τηλεόραση. Τρέχαμε κι εμείς με τη γιαγιά, γιατί ο μπαμπάς και η μαμά δουλεύανε σαν παλαβοί μπας και σωθούμε…

Εκεί, λοιπόν, έζησα ένα θαύμα. Μια φορά, σε μια ταινία του Ξανθόπουλου με θέμα προσφυγικό, μη ρωτάτε τώρα πια ήμουνα δεν ήμουνα έξι χρονών, άρχισε όλο το σινεμά να σπαράζει στο κλάμα. Μαζί και η γιαγιά μου, που την είχα συνηθίσει βαριά και ασυγκίνητη. Δάκρυ κορόμηλο μιλάμε, ποτάμι κανονικό, να μην ξέρεις που να κρυφτείς. Δυο ώρες θρήνος για τις χαμένες πατρίδες, για τις χαμένες ελπίδες, για τα χαμένα όνειρα. Κι εμείς τα μωρά να κοιτάμε γύρω μας και να αναρωτιόμαστε τι συνέβη…

Αυτό βίωσα εγώ παιδιά και αυτό έχω να καταθέσω για τον ηθοποιό που έσπαγε ταμεία και καρδιές. Κι έγινε είδωλο όλων των ξεριζωμένων, που δεν τους μεταχειρίστηκε δα και με τον καλύτερο τρόπο η μητριά πατρίδα. Στο πρόσωπό του αναγνώρισαν τα αδέρφια τους, τους γονείς τους, τους εαυτούς τους, στη φωνή του άκουσαν τους καημούς τους και τα βάσανά τους. Κι αν έμοιαζε λίγο μελό το σκηνικό και τι έγινε, τι σκατά έγινε; Την πίκρα των προσφύγων, πως αλλιώς δηλαδή θα μπορούσε κανείς να την απεικονίσει; Αποστασιοποιημένα, ειρωνικά και με φλέγμα αποκλείεται να σε αγγίξει ένα έργο τέχνης, όταν έχεις δει το σπίτι σου να καίγεται και τη φαμίλια σου να πνίγεται στο αίμα. Μόνο με τον τρόπο του Ξανθόπουλου γινόταν, βέλος στο στήθος ράιτ θρου. Και γι’ αυτό του χρωστάμε!
In loving memory

** το κείμενο το Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost (23.1.2023)