Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

Φτώχεια καταραμένη (βζιιιιιν!)


του Χρήστου Ξανθάκη 

Το πρώτο καμπάνακι βάρεσε όταν ο γίγαντας ο Χατζηδάκης έσπασε αυγά στον τομέα της ενέργειας.
Και μας προέκυψαν ένα μύριο συμπατριώτες και συμπατριώτισσές μας, που δεν μπορούσαν (και ακόμη δεν μπορούν, βεβαίως) να πληρώσουν τους αδιανόητα, εξαιρετικά και υπερφυσικά φουσκωμένους λογαριασμούς του ρεύματος.
Το δεύτερο καμπανάκι βάρεσε όταν βγήκε η Αθηνά Λινού, ως πρόεδρος του ινστιτούτου Prolepsis και δήλωσε ότι ««1.922 διευθυντές Νηπιαγωγείων, Γυμνασίων και Λυκείων, στα οποία φοιτούν περίπου 175.000 μαθητές, έχουν κάνει εφέτος αίτηση για να ενταχθούν στο πρόγραμμα ΔΙΑΤΡΟΦΗ», συμπληρώνοντας χαρακτηριστικά:
«Η πρωτοφανής αύξηση (πέρυσι εντάχθηκαν 708 σχολεία) κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την παιδική φτώχεια στην Ελλάδα».
Το τρίτο καμπανάκι βάρεσε προχτές, όταν έδωσε στη δημοσιότητα την ετήσια αναφορά του το Ελληνικό Δίκτυο για την Καταπολέμηση της Φτώχειας. Ένας ανεξάρτητος φορέας με μέλη 30 κοινωνικές οργανώσεις που προσφέρουν υποστήριξη σε κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες και αποτελεί εταίρο του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας. Και τι έλεγε η έκθεση, έτσι σε δυο γραμμές; Θα απαντήσω με τον χτεσινό τίτλο και υπέρτιτλο της «Εφημερίδας των Συντακτών», που τα συμπύκνωσαν όλα σε μερικές λέξεις:
«3.092.300 φτωχοί στην Ελλάδα
Η χώρα στα πρόθυρα νέας ανθρωπιστικής κρίσης»

Με το σημαντικό συμπέρασμα των ερευνητών, να είναι το εξής:
«Ολόκληρη τη δωδεκαετία που πέρασε η φτώχεια ήταν σταθερό πρόβλημα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και άρχισε να υποχωρεί μόλις τα έτη 2017-2019. Για το ίδιο το 2020, που είχαμε μεγάλη μείωση των εισοδημάτων λόγω της πανδημίας, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η σχετική φτώχεια αρχίζει πάλι να αυξάνεται».
Και κάνω εδώ ένα μπρέηκ, για να παραθέσω μερικούς στίχους από το αθάνατο άσμα «Θα περάσει κι αυτό» του Πορτοκάλογλου. Κυκλοφόρησε το 2016, τον είχα τότε περιποιηθεί δεόντως εδώ στο Newpost, μου ευχήθηκαν καρκίνο ουκ ολίγα παρφέ πλάσματα, πέρασε κι αυτό όπως θα σημείωνε και ο δημιουργός. Αλλά οι στίχοι, μείνανε:
Διχασμένη μου πατρίδα
διχασμένη μου καρδιά
μες στα ερείπια σε είδα
να μετράμε τη ζημιά
Είναι η πόλη μου καμένη
είν' η χώρα μου μισή
νικητές και νικημένοι
όλοι χάσαμε μαζί

Και κοίτα να δεις ρε φίλε που δεν χάσαμε όλοι μαζί, όπως δεν τα είχαμε φάει όλοι μαζί. Κάποιοι κονομήσανε, κάποιοι ισορροπήσανε, κάποιοι διολισθήσανε και κάποιους τους πήρε ο διάολος!

Όπου το 19,6 % βρίσκεται σε κίνδυνο εισοδηματικής φτώχειας, το 14,8 % βιώνει στερήσεις σε βασικά αγαθά, το 26,3 % δυσκολεύεται στην πληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφέλειας, το 52,4 % των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι (χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε.) και στο 23,7 % ανέρχεται ο κίνδυνος φτώχειας ή αποκλεισμού για τα παιδιά. Κι όταν πεινάνε τα παιδιά, ανθεί το έγκλημα…

Αλλά δεν είναι μόνο οι εκθέσεις, είναι και οι αυτόπτες μάρτυρες. Όπως κάθομαι χτες το πρωί (δημοσιογραφικό πρωί, κατά τις δώδεκα) και πίνω τον καφέ μου ντριν, ντριν, το τηλέφωνο, ο φίλος μου ο Βαγγέλης (ας τον πούμε Βαγγέλη) από Τρίκαλα. Και μου εξηγεί ότι μια φορά το μήνα διαθέτει το αυτοκίνητό του για να μετακινεί απόρους από τα σπίτια τους στις αποθήκες του σιδηροδρομικού σταθμού, για να φορτώσουν εκεί τρόφιμα που προσφέρει ο Δήμος (μπράβο στον Δήμο Τρικκαίων, σωστή η πατρίδα!) και ύστερα τους πάει πίσω. Η συνέχεια του ανήκει:
«Χρηστάρα, κάθε φορά που πήγαινα, είχε καμιά διακοσαριά άτομα να περιμένουν για κάνα δίωρο. Τώρα, πήρε εξάωρο η διαδικασία και ήταν τετραψήφιος ο αριθμός όσων ήρθαν να ζητήσουν βοήθεια. Και όχι μόνο πάμφτωχοι, ήρθαν και άλλοτε μικρομεσαίοι και μια φορά κι έναν καιρό καλοστεκούμενοι. Τι γίνεται;»
Γίνεται αυτό που έγραψα χτες, ότι έχει ανάψει το εμέρτζενσι κι έχει βαρέσει όχι το καμπανάκι αλλά ο συναγερμός. Άμα θες τα βλέπεις και τα ακούς, άμα δεν θες πας και εγκαινιάζεις για πολλοστή φορά το πλέηγκραουντ του Ελληνικού. Κι όποιος επιβιώσει, επιβίωσε…