Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Μια βαθιά υπόκλιση στον γίγαντα Γιάννη Αντετοκούνμπο


του Χρήστου Ξανθάκη

Το είχα γράψει και πριν από μερικές εβδομάδες και το επαναλαμβάνω εδώ:
Αν υπάρχει Θεός, σίγουρα την ευλόγησε την Ελλάδα με τη μπούκα των ΒορειοΗπειρωτών, των Ποντίων εκ Ρωσίας και των Αλβανών. Δίχως την δική τους παρουσία και δραστηριότητα, θα είχε σοβαρά προβλήματα η μαμά πατρίδα να τα φέρει βόλτα σε ένα σωρό τομείς και θα αγκομαχούσε. Ήρθανε, δουλέψανε, προκόψανε, γίνανε ένα με τη σάρκα και το αίμα μας, γίνανε δικά μας παιδιά, σπάζοντας ρεκόρ αφομοίωσης. Ιδίως οι Αλβανοί, με τους οποίους ήμασταν ούνα φάτσα ούνα ράτσα επί τρεις χιλιάδες χρόνια πριν έρθει ο Χότζας και κλείσει τα σύνορα.
Ναι, αλλά αυτοί ήταν άσπροι, θα βγει να διαμαρτυρηθεί εκείνος ο συμμαθητής που πάντοτε κορδωνόταν όταν έπαιζε ο εθνικός ύμνος στο προαύλιο του σχολείου. Σωστά, εκείνοι ήταν άσπροι και ξανθοί συχνά και με μαλλί πράσο, δείγμα πολιτισμού αναμφιβόλως. Όχι σαν τους μαύρους που έρχονται, σοκολατένιοι και γκαγκανιασμένοι, με πλακουτσές μύτες και τζίβα στην κεφάλα, σαν το σύρμα της κουζίνας ένα πράγμα. Άλλες φυλές οι άσπροι, ρε φίλε, τρέχει η κουλτούρα απ’ τα μπατζάκια τους, ενώ οι μαυρούκοι ακόμη δεν έχουν ανακαλύψει τον τροχό. Και ύστερα έσκασε μύτη ο Γιάννης Αντετοκούνμπο!

Ο νούμερο ένα αθλητής στον κόσμο ολόκληρο, σε ένα άθλημα δημοφιλέστατο σε όλη την οικουμένη. Δισεκατομμύρια κόσμος ανά τον πλανήτη παθιάζεται με το μπάσκετ και στη συνείδηση των ανθρώπων αυτών, ο Γιάννης είναι ο κορυφαίος καλαθοσφαιριστής που σκορπάει τρόμο στα γήπεδα. Ένα παλικάρι απ’ τα Σεπόλια, που μιλάει καλύτερα ελληνικά από τους περισσότερους άνκορμεν της τηλεόρασης και διαθέτει σκέψη πιο δομημένη από τους περισσότερους εκ των κυβερνητικών αρίστων. Ένα πρότυπο για δύσκολους καιρούς, ένα role model που λένε και στο Χάρβαρντ, όταν θέλουν να μιλήσουν για κάποιον που θέλουν να του μοιάσουν. Ο Γιάννης που πούλαγε σιντί για να βοηθήσει τους μεροκαματιάρηδες γονείς του, με το ένα μάτι στον πελάτη και το άλλο πίσω απ’ την πλάτη του μην τυχόν και εμφανιστεί κάνας ένστολος με το γκλομπ ανά χείρας…

Αλλά ας κάνω εδώ ένα μπρέηκ για να πάω σε μια κουβέντα που είχα προ ημερών με έναν φίλο μου από τον τομέα των δημοσκοπήσεων. Μου έλεγε, λοιπόν, το κολλητάρι, ότι είχε γίνει μια έρευνα προ δεκαπενταετίας για τα πρότυπα στην Ελλάδα και είχαν εντυπωσιαστεί οι γκαλοπιτζήδες από το κενό των απαντήσεων. Άντε λίγο οι πυροσβέστες, γιατί ο Έλλην και η Ελληνίς, πάντοτε συμπαθούν το συγκεκριμένο σώμα, κάτι ψιλά οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (μας τελείωσαν κι αυτοί έκτοτε, με τη συνολική δαιμονοποίηση των ΜΚΟ…) και άντε γεια σας. Ούτε πολιτικοί, ούτε καλλιτέχνες, ούτε διανοούμενοι, ούτε καραβανάδες, ούτε παπαδαριό, ντιπ τίποτα, τσεβά που λέμε και στα βλάχικα. Και ύστερα έσκασε μύτη ο Γιάννης Αντετοκούνμπο!

Για να καταλάβετε τον πανικό των εθνικά υπερήφανων ηλιθίων, μπροστά στο νέο πρότυπο μικρών και μεγάλων, σημειώνω πως πλέον σκούζουν γιατί ο Γιάννης και τα αδέρφια του Θανάσης και Κώστας δεν κάθονταν κλαρίνο ακούγοντας τον εθνικό ύμνο πριν ξεκινήσει το παιχνίδι της εθνικής με την Τσεχία. Τα τραγουδούσαν τα λόγια του Διονύσιου Σολωμού, δεν λέω, αλλά κουνιόσαντε ρε γαμώτι, δεξιά αριστερά, μπρος πίσω, αντί να είναι εκεί σαν τα αγάλματα. Μέγα το αμάρτημα και πρέπει να τους αφαιρεθεί τώρα η ιθαγένεια. Είπε και ρούφηξε μια γουλιά τσίπουρο με γλυκάνισο…

Κατανοώ τον πόνο τους. Αλήθεια, μπορώ  να νιώσω, πόσο δυστυχούν και τι ζόρι τραβάνε. Ξέρεις τι είναι να ζεις παγιδευμένος στον προηγούμενο αιώνα, σε προηγούμενους αιώνες, ενώ η ανθρωπότητα έχει περάσει στη νέα χιλιετία; Να παραμένεις σταματημένος στην άκρη του δρόμου με τρύπιο το λάστιχο, ενώ περνάει από μπροστά σου το λίμο με διακόσια χιλιόμετρα την ώρα; Αλλά αυτά συμβαίνουν όταν το μυαλό σου δεν πήζει ποτέ και στη συνείδησή σου κατοικούν φαντάσματα. Καλά είναι εκεί, όμως, κάτσε, μην το κουνάς. Όσο η υπόλοιπη Ελλάδα υποκλίνεται βαθιά στον γίγαντα Γιάννη Αντετοκούνμπο, κάτσε να αναπολείς τα περασμένα μεγαλεία και τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Η λήθη πάντοτε βόλευε τους πτωχούς το πνεύματι.

Υ.Γ.: Ναι, ναι, γνωρίζω ότι έχασε η εθνική ομάδα μπάσκετ χτες το βράδυ. Και δεν αλλάζω ούτε λέξη απ’ όσα έγραψα πιο πάνω!

- το κείμενο του Χρ. Ξανθάκη είναι από το Newpost (14.9.2022)