Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Ένα φιάσκο που το έλεγαν Ούρσουλα


Γράφει ο Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου 

Αν είχαν απομείνει κάποιοι οι οποίοι πίστευαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καταφέρει, έστω την ύστατη στιγμή, να βρει λύσεις στο οξύτατο πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης που απειλεί να παγώσει την Ευρώπη το χειμώνα, μάλλον θα πρέπει να απογοητεύτηκαν.

Την εβδομάδα που πέρασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν) Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν πραγματοποίησε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την ομιλία της για την «Κατάσταση της Ένωσης». Με την ομιλία αυτή ο εκάστοτε πρόεδρος, υποτίθεται ότι παρουσιάζει μια φορά το χρόνο το στρατηγικό προσανατολισμό και τις προτεραιότητες της Κομισιόν, η οποία αποτελεί τον εκτελεστικό βραχίονα της Ε.Ε..

Η ομιλία αυτή αποτελεί «αντίγραφο» εκείνης που κάνει κάθε χρόνο ο Αμερικανός πρόεδρος, με την οποία δίνει το στίγμα της κυβέρνησής του, για την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, τις νομοθετικές πρωτοβουλίες και τους στόχους του προέδρου.

Ασφαλώς η αναλογία παραπέμπει σε ένα κακέκτυπο, αφού στις ΗΠΑ μιλάει ο εκλεγμένος πρόεδρος μιας ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο αρχηγός ενός Κράτους.

Στην Ε.Ε. μίλησε μια διορισμένη επικεφαλής μιας γραφειοκρατικής μηχανής, η οποία στελεχώνεται από επίσης διορισμένους Επιτρόπους, οι οποίοι έχουν ως έργο να παράγουν προτάσεις για οδηγίες και κανονισμούς. Τις αποφάσεις λαμβάνουν οι ηγέτες (στη σύνοδο κορυφής) και οι υπουργοί των χωρών μελών (στα συμβούλια υπουργών).

Η ανυπαρξία ομοσπονδιακής δομής στην Ε.Ε. και τα προβλήματα διακυβέρνησης που δημιουργεί η πολυφωνία είναι διαχρονικά και γνωστά. Σε σημείο που το πρόβλημα έχει θεωρητικοποιηθεί στην αντίληψη ότι η Ε.Ε. παίρνει αποφάσεις και προχωρά μόνο υπό την πίεση των κρίσεων και υπό την απειλή της διάλυσης.

Η Γερμανίδα πρόεδρος της Κομισιόν, σε μια περίοδο που το μεγάλο ερώτημα των Ευρωπαίων πολιτών είναι «πώς θα βγάλουν το χειμώνα», έδωσε μια «πολεμική» ομιλία, κατά της Ρωσίας και του Πούτιν, ως να ήταν αρχηγός ενός κράτους που βρίσκεται σε πόλεμο με ένα άλλο, αλλά οι προτάσεις της για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης δημιούργησαν περισσότερα ερωτήματα από απαντήσεις.

Είναι ενδιαφέρον ότι η κυρία φον ντερ Λάιεν, από κοινού με τον Πορτογάλο ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. για θέματα εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ, έχουν «βγει μπροστά» από την αρχή της κρίσης, υπερθεματίζοντας κάθε φορά που οι ΗΠΑ πρότειναν οικονομικές κυρώσεις, εμπάργκο στη ρωσική ενέργεια και, βέβαια, την περίφημη «απεξάρτηση» από τα ρωσικά ενεργειακά αγαθά και την υποκατάστασή τους με πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες του δυτικού ενεργειακού καρτέλ (Κατάρ, Σαουδική Αραβία κ.ά).

H πρόεδρος της Κομισιόν διακήρυσσε από κοινού με τον πρόεδρο των ΗΠΑ την ανάγκη αύξησης των εισαγωγών αμερικανικού αερίου ήδη πριν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ενώ ο Ζοζέπ Μπορέλ μαζί με την επίτροπο Ενέργειας υπέγραψε σχετικές διακηρύξεις στην Ουάσιγκτον τον περασμένο Φεβρουάριο κατά τη διάρκεια συνδιάσκεψης με αξιωματούχους και εκπροσώπους των πολυεθνικών του πετρελαίου. Το Μάρτιο υπεγράφη σχετικό μνημόνιο με τον Αμερικανό πρόεδρο κατά την επίσκεψή του στην Ευρώπη.

Την περασμένη εβδομάδα, όμως, οι εκπρόσωποι των αμερικανικών ενεργειακών εταιρειών διαμήνυσαν ότι δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης με δικά τους προϊόντα, αποδεικνύοντας ότι οι σχεδιασμοί και οι ευρω-αμερικανικές ενεργειακές συμφωνίες που προωθούσε εντατικά η Κομισιόν είναι απλά… χαρτοπόλεμος.

Όσο για τα μέτρα που εξήγγειλε η κυρία φον ντερ Λάιεν για περιορισμό της κατανάλωσης και έκτακτη φορολόγηση των ενεργειακών εταιρειών, δείχνουν να απέχουν από τις κατευθύνσεις που έχει δώσει μέχρι σήμερα το συμβούλιο υπουργών και δεν είναι βέβαιο ότι θα υιοθετηθούν.

Τον τελευταίο χρόνο η πρόεδρος της Κομισιόν έδειξε ότι είναι πρόθυμη να «βγει μπροστά» καλύπτοντας το κενό που αφήνει η οργανική ανυπαρξία πολιτικής ηγεσίας που έχει η Ε.Ε. Η δουλειά της όμως δεν είναι αυτή. Είναι να βρει λύσεις. Δεν αρκεί να καταγγέλλει τον Πούτιν ότι στήνει ενεργειακή παγίδα στην Ευρώπη. Πρέπει και να την αποφύγει.

Η καμπή είναι κρίσιμη για την Ε.Ε. όχι μόνο επειδή απειλείται με ενεργειακή και οικονομική καταστροφή.
Ο κίνδυνος γενικευμένων συγκρούσεων είναι δυστυχώς ορατός. 
Τέτοια ρίσκα και τέτοιες αποφάσεις δεν μπορούν να ανατίθενται σε γραφειοκράτες.