Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2022

H έξαρση της βίας και ο μύθος του Σισύφου


Γράφει η Ευγενία Τραγάκη


Με αφορμή την πρόσφατη άγρια δολοφονία ενός νέου ανθρώπου στη Θεσσαλονίκη και την απίστευτη, ακραία εκδήλωση βίας, καταθέτουμε μερικές σκέψεις και κάποιες προτάσεις για την αντιμετώπιση των φαινομένων της βίας και εν γένει της ψυχοκοινωνικής κρίσης που υφίσταται στην ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία.

Καταρχάς, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η υιοθέτηση βίαιων συμπεριφορών πρέπει να αναζητηθεί πολύ νωρίς στη ζωή των ανθρώπων. Έχει να κάνει, κυρίως και πρωτίστως, με πρώιμα αρνητικά βιώματα του παιδιού μέσα στην οικογένεια και δευτερευόντως με εμπειρίες εντός του ευρύτερου κοινωνικού γίγνεσθαι (γειτονιά, φίλοι, σχολείο). Οι ειδικοί τονίζουν τη σημασία των πρώιμων εμπειριών ενός παιδιού στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχικής του συγκρότησης, στην υιοθέτηση συμπεριφορών και την ανάπτυξη ή όχι δεξιοτήτων. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι η ψυχική συνθήκη και οι συναισθηματικές σχέσεις μιας οικογένειας –όποια μορφή και σύνθεση αν διαθέτει αυτή- αποτελούν θεμέλιο λίθο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας του νέου ανθρώπου.

Ωστόσο, μια οικογένεια δεν δημιουργείται, ούτε αναπτύσσεται σε vacuum. Δεν υφίσταται αυτόνομα και ανεξάρτητα από το κοινωνικό περιβάλλον. Επηρεάζεται και εξαρτάται από αυτό, όσο και αν τα άτομα που την αποτελούν διατηρούν μια σχετική αυτονομία στη διαμόρφωση του ενδοοικογενειακού ψυχολογικού κλίματος. Επομένως, σε μια δυσμενή εποχή ψυχοκοινωνικής κρίσης, όπου οι ανάγκες της οικογένειας, βιοτικές και ψυχολογικές, όχι μόνο δεν ικανοποιούνται, αλλά αντίθετα περιφρονούνται και παραμελούνται συστηματικά, είναι αναμενόμενο ο κοινωνικός θεσμός της οικογένειας να βρίσκεται επίσης σε μεγάλη κρίση και να «διαμορφώνει» άτομα με πολλαπλές ψυχοκοινωνικές δυσκολίες.

Οι ειδικοί της ψυχικής υγείας, τα τελευταία χρόνια, εκκινώντας από τη «μαύρη» δεκαετία της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης των μνημονίων και συνεχίζοντας με τα δύσκολα χρόνια της πανδημίας και του εγκλεισμού, διαπιστώνουν μια ραγδαία επιδείνωση της ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης του πληθυσμού, με πρωτοφανή έξαρση των ψυχικών διαταραχών, ιδιαίτερα της καταθλιπτικής διάθεσης, αλλά και με εκδήλωση ακραίων συμπεριφορών βίας. Πρόσφατα πορίσματα επιστημονικών μελετών κάνουν λόγο για τη ραγδαία αύξηση στη χρήση ψυχοφαρμάκων, αλλά και ψυχοτρόπων ουσιών.

Καθημερινά κατακλυζόμαστε από τραγικές ειδήσεις για γυναικοκτονίες, βιασμούς, αυτοκτονίες, άγριες επιθέσεις και ξυλοδαρμούς εντός και εκτός σχολικού περιβάλλοντος, συμμορίες ανηλίκων, δολοφονίες για «ασήμαντη αφορμή», εκφοβισμό και απειλές στον κυβερνοχώρο, κλπ. Είναι ανάγκη να τονιστεί ότι τέτοια φαινόμενα δεν είναι πρωτόγνωρα, ούτε καινοφανή. Ωστόσο, η συχνότητα και η βιαιότητα με την οποία κάνουν την εμφάνισή τους τελευταία, μας επιτρέπει να μιλάμε για μια «ψυχολογική πανδημία» με επιπτώσεις βαρύτερες και μακροβιότερες μιας υγειονομικής πανδημίας.

Είναι εμφανές, ότι βιώνουμε μια έντονη ψυχοκοινωνική κρίση, οι ολέθριες συνέπειες της οποίας είναι ακόμη δύσκολο να εκτιμηθούν σε όλη τους την έκταση. Τα φαινόμενα που αντικρίζουμε πλέον στα σχολεία τόσο της πρωτοβάθμιας, όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι όχι μόνο ακραία και σοκαριστικά, αλλά και σχεδόν καθημερινά! Οι εκπαιδευτικοί αδυνατούν να τα διαχειριστούν, καθώς δεν διαθέτουν -ευλόγως- τις απαραίτητες ψυχολογικές ή κοινωνιολογικές γνώσεις, αλλά και επειδή δεν υφίσταται (παρά ελάχιστη) υποστήριξη στο έργο τους. Παράλληλα, τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα των μαθητών και των οικογενειών τους, είναι τόσο σύνθετα και περίπλοκα, που μοιάζουν με τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας: όσα και να κόψεις θα εμφανιστούν περισσότερα!

Οι αποκεντρωμένες υποστηρικτικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας δέχονται καθημερινά αιτήματα υποστήριξης από τα σχολεία για περιστατικά σχετιζόμενα με ακραίο σχολικό εκφοβισμό, νεανική παραβατικότητα και σχολικές συμμορίες σε παιδιά ακόμη και Ε΄, ΣΤ΄ Δημοτικού και πρώτων τάξεων Γυμνασίου, αυτοκτονική διάθεση ή αυτοχειρία, καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση.

Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, η προχειρότητα και αποσπασματικότητα με την οποία διαχειρίζεται το Υπουργείο Παιδείας τα φαινόμενα αυτά. Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι η πρόσληψη αναπληρωτών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, η οποία είχε αρχικά προβλεφθεί για τις επιπτώσεις του σχολικού εκφοβισμού και μετατράπηκε σε πρόσληψη «για τις επιπτώσεις των συνεπειών της COVID-19», μέσω ΕΣΠΑ, υλοποιήθηκε κατά την περσινή σχολική χρονιά 2020-21 πολύ καθυστερημένα, τον Ιανουάριο 2021 με τα σχολεία κλειστά λόγω πανδημίας, με την τηλεκπαίδευση σε πλήρη εφαρμογή και με πολλές δυσκολίες στην επικοινωνία των ειδικών με τους εκπαιδευτικούς, τους μαθητές και τους γονείς τους. Παρά την περσινή εμπειρία της καθυστερημένης άφιξης ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών (ελαχίστων) στα σχολεία κι ενώ είναι σε γνώση όλων ότι η πανδημία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το Υπουργείο προσλαμβάνει και πάλι τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας το Ιανουάριο του 2022, αφήνοντας τα σχολεία ακάλυπτα από υποστήριξη για το μισό περίπου χρόνο!

Είναι γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσλήψεις προσωρινών αναπληρωτών ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, για τη στελέχωση των Επιτροπών Διεπιστημονικής Υποστήριξης (ΕΔΥ), οι οποίες υφίστανται σε σχολεία που διαθέτουν Τμήματα Ένταξης. Όμως, αναρωτιόμαστε πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των σχολείων αυτών, ιδιαίτερα στην Περιφέρεια και τι γίνεται με όσα σχολεία δεν διαθέτουν Τ.Ε. Επιπλέον, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι ειδικοί αυτοί προσλαμβάνονται για ομάδες σχολείων και η παρουσία και παρέμβασή τους γίνεται μόνο μια μέρα την εβδομάδα στο κάθε σχολείο!

Όπως γίνεται αντιληπτό, τα φαινόμενα που περιγράφτηκαν παραπάνω χρήζουν εξειδικευμένης υποστήριξης από οργανωμένες ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες και δίκτυα κοινωνικών φορέων που να συνδέονται και να αλληλοσυμπληρώνονται, προκειμένου να «πλαισιώσουν» αποτελεσματικά το σχολείο, το παιδί και την οικογένεια. Επομένως, για να τα βάλουμε σε μια σειρά, χρειάζεται να γίνουν τα εξής:
  • Έμφαση στην πρωτογενή πρόληψη, δηλαδή στην παρέμβαση πριν την εκδήλωση δυσλειτουργικών συμπεριφορών, μέσω της ενίσχυσης των δημοτικών κέντρων πρόληψης και προαγωγής της ψυχικής υγείας, καθώς και σύνδεσής τους σε επίπεδο συνεργασίας με τις αποκεντρωμένες δομές των Υπουργείων Παιδείας και Υγείας
  • Ενίσχυση, οικονομική και θεσμική, των υπηρεσιών Κοινωνικής Πρόνοιας και των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων τόσο με προσωπικό, όσο και με πόρους για την αποτελεσματική διαχείριση των ψυχοκοινωνικών αναγκών σε τοπικό επίπεδο
  • Δημιουργία δικτύων ψυχικής υγείας σύμφωνα με Πρωτόκολλα Συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων εκπαιδευτικών, ιατροπαιδαγωγικών υπηρεσιών και δομών κοινοτικής ψυχικής υγείας, προκειμένου να υποστηρίζονται αποτελεσματικά οι οικογένειες και να μην χάνονται τα περιστατικά κατά την παραπομπή από υπηρεσία σε υπηρεσία
  • Ενίσχυση των υποστελεχωμένων υπηρεσιών με σταθερό και μόνιμο προσωπικό, ώστε να μην μπαίνουν οι μαθητές και οι οικογένειές τους σε ατέλειωτες λίστες αναμονής
  • Υποστήριξη προγραμμάτων συμπεριληπτικής εκπαίδευσης με σεβασμό στη διαφορετικότητα και την πολυποικιλότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
  • Εισαγωγή του θεσμού της Σχολικής Ψυχοκοινωνικής Υπηρεσίας σε κάθε σχολείο και στελέχωση της με μόνιμο προσωπικό καθημερινής παρουσίας
  • Διεπιστημονική προσέγγιση στη διαχείριση και αντιμετώπιση των σοβαρών και πολυσύνθετων δυσκολιών των μαθητών με στελέχωση των σχολικών υπηρεσιών με ειδικούς, όπως λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές και σχολικούς νοσηλευτές
  • Ουσιαστική και σύγχρονη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στη διαμεσολάβηση, διαχείριση συγκρούσεων, πρόληψη σχολικού εκφοβισμού, διεργασίες ομάδας, ενσυναίσθηση, κλπ
  • Σημαντική ενίσχυση του θεσμού της επιμελητείας ανηλίκων στις περιπτώσεις εφήβων και παιδιών που βρίσκονται σε «ηθικό κίνδυνο», όπως λέγεται ο κίνδυνος να υποπέσει ένας νέος σε παραβατικές συμπεριφορές
Σε κάθε περίπτωση, αναγκαία προϋπόθεση για την ψυχική υγεία είναι τα άτομα και οι οικογένειες να διαβιούν σε συνθήκες ευημερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, έχοντας εξασφαλίσει αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, καθώς και δικαίωμα στην ποιοτική υγεία και παιδεία, τη σταθερή εργασία, την ισότιμη πρόσβαση στο δημόσιο βίο και στη διάδραση με την Τέχνη.

Ωστόσο, σε ένα βαθιά νεοφιλελεύθερο πολιτικό σύστημα που προωθεί συνθήκες ανισότητας και ανασφάλειας, είναι ουτοπικό, δυστυχώς, να συζητάμε για κοινωνική δικαιοσύνη και «γενναία» ενίσχυση των δομών κοινωνικής πρόνοιας και πρωτογενούς πρόληψης. Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική η ανάγκη να διεκδικήσουμε όχι μόνο τις επιμέρους αλλαγές, αλλά και μια συνολική αλλαγή του κοινωνικοπολιτικού μοντέλου, αν αποτελεί προτεραιότητα η αντιμετώπιση της ψυχοκοινωνικής κρίσης των ημερών μας. Κάθε άλλη προσέγγιση, δυστυχώς θα θυμίζει τον μάταιο αγώνα του Σίσυφου.

* Η Ευγενία Τραγάκη είναι Ψυχολόγος στο υπουργείο Παιδείας,
Πρόεδρος Συλλόγου Ειδικού ΕκπαιδευτικούβΠροσωπικού Ειδικής Αγωγής (ΣΕΕΠΕΑ) Αττικής