Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

Θύμωσα


Είμαστε ανώμαλοι.
Ξεκάθαρα. Τελεία και παύλα. Οχι διαφορετικοί. Οχι το κάτι άλλο - ούτε καν κάτι άλλο. Οχι αφύσικοι, ιδιαίτεροι, μοναδικοί. Ανώμαλοι. Αυτό είμαστε. Μια ανωμαλία της φύσης;.. Μπορεί, αν και δεν την έχω και για πολύ στα καλά της από τη στιγμή που δημιούργησε τον άνθρωπο. Πάντως ανωμαλία της ράτσας μας είμαστε ντε φάκτο. Δεν ξέρω ποιο γενετικό θεματάκι παρουσιάστηκε και πότε, αλλά εικάζω πως απ' όταν το δέρμα μας άρχισε να χρυσοφέγγει το λευκότερο λευκό - κάπου εκεί έγινε μάλλον η ζημιά.

Δεν θα πιάσω καν τα μεγάλα. Τα τεράστια, τεραστιότατα εγκλήματα. Που ξεκίνησαν από πολύ νωρίς, αλλά παραμεγάλωσαν σαν αυτή η τάξη, που μας έχει φάει τη ζωή, που δεν θέλω να τη βλέπω στα μάτια μου, που διάολε δεν λέει να καταλάβει ποια είναι και τι της γίνεται, αυτή η περιβόητη «μεσαία τάξη», μας έβαλε σε τάξη. Που κάποια στιγμή απέκτησε δύναμη. Και σου λέει, σιγά μην έχω τον φεουδάρχη στην καμπούρα μου! Μετά απέκτησε και πολιτική δύναμη, πιο μετά και στρατιωτική.

Και κώλος και βρακί έγινε με τον εκάστοτε αποικιοκράτη νεοφεουδαλιστή, για να αβγατίσει τ' αβγουλάκια της. Μετά προσκολλήθηκε και στη θρησκεία, έκανε κι ένα πέρασμα από τη διανόηση (χρειάζεται βλέπεις και το στοχαστικό περίβλημα για να κάνεις παντιέρα σου το κάθε βλήμα), χρησιμοποίησε και την Τέχνη κατά το δοκούν (όχι ότι και η ίδια η Τέχνη είν' αθώα) και φτάσαμε στο τώρα... Που τι; Που απαυτωνόμαστε στη δουλειά, για να πάρουμε στολίδια μάρκας, ώστε να μοστράρουμε την ήδη μαρκαρισμένη μόστρα μας; Πώς μαρκάρουν τα γελάδια; Αυτό.

Ξαναλέω, προσώρας δεν θα πιάσω τα μεγάλα. Θα κατέβω στο καθημερινό επίπεδο, που το τρώω στη μάπα καθ' εκάστη και αργία και σίγουρα δεν είμαι η μόνη. Προχθές, πέρασα από τη Στοά Νικολούδη. Πάνω από 100 ετών κτίσμα, στο κέντρο της Αθήνας. Πριν είχε καταστήματα, τώρα έχει πρεζάκια. Και ξαφνικά, ανάμεσα σε κατεβασμένα ρολά, χρησιμοποιημένες σύριγγες και παρατημένους ανθρώπους, σκάει μία μερσεντές μαύρη, τεράστια, με φιμέ τζάμια. Μέσα στη στοά! Και παρκάρει. Τι απέγινε δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως η εικόνα ήταν ενδεικτική. Των πάντων. Παντού. Ούτε παραγγελιά στον Ταρκόφσκι να 'χα κάμει.

Φεύγω απ' τη στοά, περνάω στη Σταδίου. Αυτοκίνητα και μηχανάκια τρέχουν σαν τρελά. Κοιτάζω απέναντι το υπουργείο Εργασίας - ένα τερατούργημα. Πώς να θες να κάνει ο άλλος σωστά τη δουλειά του μέσα σε τόση ασχήμια; Φτάνω Σύνταγμα. Εκεί ο δήμαρχος μας ανανεώνει! Περιπατητικώς! Ιστορικά κτίρια γίναν αλυσίδες χυδαίων καταστημάτων. Ούτε ο Παρθενώνας έμεινε αλώβητος - έγινε άντρο γελοίων συστημάτων.

Ταυτόχρονα, γυναίκες και άνδρες ψωνίζουν την «τελευταία λέξη της μόδας». Για να πάνε, πού; Με ρούχα, ποια; Αυτά που έχουν φτιαχτεί από δουλάκια στις «υπανάπτυκτες» χώρες των λευκών;

Την ίδια μέρα, «έφυγε» ο Μίκης. Που δεν ξέρω αν ο θάνατός του αλλάξει κάτι, μα η ζωή του άλλαξε. Ο ίδιος έκανε, έρανε, ξανάκανε, ξανάρανε. Γλώσσα μέσα δεν έβαλαν οι κυβερνοχωριαταρέοι. Ο Μητσοτάρχας δεν πήγε στη Βουλή να απαντήσει για την ταφόπλακα στο Ασφαλιστικό, γιατί «πενθούσε» λέει! Κατάλαβες;

Από κοντά και το Ανίψι. «Προσπαθώντας να απαντήσω στο μεγαλύτερο υπαρξιακό ερώτημα “γιατί ζούμε”, σκέφτομαι το παράδειγμα του Μίκη. Ζούμε για να είμαστε η δράση κι όχι η αντίδραση». Προσπαθεί να απαντήσει ο δημαρχέσος μας, κατάλαβες; Στο μεγαλύτερο υπαρξιακό ερώτημα, κατάλαβες; Και πού κατέληξε, «σκεπτόμενος τον Μίκη»; Οτι δεν πρέπει να αντιδρούμε! Εκεί κατέληξε. Μπας και κατάλαβες τώρα;

Κατ' αυτόν και τους ομοίους του, που έχουν γαντζωθεί κυριολεκτικά στην εξουσία με της έχιδνας τα δόντια, πρέπει να περπατάμε σε μια άθλια πόλη, ανάμεσα σε βρόμικα υλικά, φορώντας αιματοραμμένα κουρέλια, τρώγοντας αηδίες, βλέποντας αγράμματους ξερόλες και τρισάθλιες κυράτσες στο ΤV και διαβάζοντας το τίποτα. Το τίποτα όμως. Βρομιά και αγραμματοσύνη. Αναρωτιέμαι ακούγοντας το «... άρμεγες με τα μάτια σου το φως της Οικουμένης», τι περιμένουμε να νιώσει και ποιος;

Ραγιάς δεν είσαι επειδή είσαι κατακτημένος. Ραγιάς είσαι επειδή θέλεις να είσαι κατακτημένος.
Τα ρέστα μου.