Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2021

Κράτησες τη ζωή μας…


Και τώρα από που να κρατηθούμε, Αρχάγγελε;

Γράφει ο Αντρέας Παναγόπουλος

Παγωμένος στέκει ο χρόνος από την ώρα που η πόλη μας έμαθε τα νέα σου, αγαπημένε…
Και μόνο από τις χαραμάδες του μπαίνουν οι μουσικές σου και γίνονται δάκρια…Η μάνα μου έχει απλώσει τους δίσκους πάνω στο κρεβάτι, τους βάζει έναν ένα στο μικρό πικάπ και τους ακούει και ύστερα τους βάζει μέσα σε μικρές κούτες… Κι όταν γεμίζουν, τις παίρνει ο πατέρας μου και τις ανεβάζει στο πατάρι…
Είναι 21 του Απρίλη…
Το βράδυ με νανουρίζει. “Του μικρού βοριά παράγγειλα, να ‘σαι καλό παιδάκι…”
Κι ύστερα της τραγουδάει “την κοπελιά μου τη λέμε Λενιώ” καθώς ταξιδεύουμε προς τον Αγιο Νικόλαο στην Κρήτη.
Κι ύστερα η μάνα πεθαίνει στα 29 της και είναι 20 Σεπτέμβρη…
Κράτησα τη ζωή μου, μόνος, 6 χρονώ παιδάκι…
Μέχρι εκείνο το απόγευμα που μπήκα από νωρίς στο γήπεδο του Παναθηναϊκού και κάθισα στην καυτή, τσιμεντένια κερκίδα. Και ήταν η πρώτη φορά που σε είδα, Αρχάγγελε. Και χάραξες τη ζωή μου ολόκληρη. Κράτησες με τα μεγάλα, σαν φτερά χέρια σου τη ζωή μου
Είναι Ιούλιος του 1974…
Και πέρασαν τα χρόνια σαν ώρες και οι ώρες σαν αιώνες. Στα θρανία, στα αμφιθέατρα, στο αεροπλάνο για Αμερική, στα καλοκαίρια στην Ίο και στην Αμοργό, στους χειμώνες που σε τραγουδούσαν οι φίλοι, στους πρώτους έρωτες και στους επόμενους… Κρατούσες τη ζωή μου…
Κι όταν γεννήθηκε ο πρώτος γιος βιάστηκα να του τραγουδήσω το “ένα το χελιδόνι”. Κι όταν ήλθε και ο δεύτερος το “κοιμήσου αγγελούδι μου”.
Και με έμαθες να κρατάω κι εγώ ζωές στα χέρια μου.
Κράτησες τη ζωή μου, Μίκη Θεοδωράκη.
Κράτησες τις ζωές μας.

Ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
Κάτω απ’ το πλάγιασμα της βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
Με τα φύλλα της οξιάς
Καμιά φωτιά
Στην κορυφή τους βραδιάζει.

Είναι 2 Σεπτεμβρίου…

- από το anatropinews