Σάββατο 1 Μαΐου 2021

«Πρωτομαγιά του ’44. Μεγάλη θλίψη επικρατεί»

Η άγνωστη μαρτυρία ενός 19χρονου για την εκτέλεση
των 200 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής

 H Aνάληψη στις αρχές του περασμένου αιώνα, με τον φακό του πρωτοπόρου φωτορεπόρτερ Πέτρου Πουλίδη

Γράφει ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής

Στην Κατοχή ο Γιώργος Παπαδογιαννάκης (1925-1974) ζούσε με την οικογένειά του επί της οδού Σειρήνων 21 σε ένα δίπατο σπίτι στην Ανάληψη, στον τότε αραιοκατοικημένο λόφο του Βύρωνα..που στεφανώνεται απ’ το Μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας. Πήγαινε σχολείο στο Ζ’ Γυμνάσιο Αρρένων στο Παγκράτι. Ηταν συνομήλικος και συμμαθητής του Μάνου Χατζιδάκι.
Το πρωί της μαύρης Πρωτομαγιάς του 1944 ο 19χρονος Παπαδογιαννάκης και όλοι οι γείτονες ξεσηκώθηκαν από φωνές και κλάματα. Ανηφόρησαν μέχρι έξω απ’ τον περίβολο του Μετοχιού και παρακολούθησαν από μακριά – είδαν, άκουσαν, θρήνησαν -, την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών από τους Γερμανούς στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Το οπτικό τους πεδίο ήταν ελεύθερο, το σημείο βρισκόταν ψηλά, με ελάχιστα ενδιάμεσα σπίτια.
Την δραματική μαρτυρία του για την θυσία την κατέγραψε την ίδια μέρα στο ημερολόγιό του. Ο επίσης αυτόπτης μάρτυρας μικρότερος αδελφός του, ο γιατρός Νίκος Παπαδογιαννάκης (1929-2003), το εξέδωσε το 1995, με τίτλο «Το Ημερολόγιο Κατοχής του Γιώργου Παπαδογιαννάκη». Οικογενειακή έκδοση, δεν έλαβε ευρεία δημοσιότητα.
Από τις 5 Απριλίου 1941 μέχρι τις 13 Οκτωβρίου 1944 ο Παπαδογιαννάκης ιχνηλατεί τον Γολγοθά για την επιβίωση και το αίμα. Αλλά και τον μικρόκοσμο των σπιτιών, τις παρέες του που αγαπούσαν τη λογοτεχνία και τις πνευματικές αναζητήσεις, την επιδημία εξανθηματικού τύφου που οδήγησε το 1943 τις Αρχές Κατοχής να διατάξουν η Ανάσταση «να γίνει στις 7.00 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα» (σας θυμίζει κάτι;).

Το Ημερολόγιο Κατοχής του νεαρού φοιτητή Νομικής
(ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1995)
Ο Παπαδογιαννάκης δεν ήταν αριστερός. Στο Παγκράτι, τον Βύρωνα και την Καισαριανή υπήρχαν ισχυροί πυρήνες του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, ενώ αλώνιζαν και τα Τάγματα Ασφαλείας με τους διαβόητους αδελφούς Παπαγεωργίου - γνωστά αυτά. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό, είναι ότι ομάδες εφήβων της περιοχής, κοινωνικά συντηρητικών, θρησκευόμενων, ανήσυχων νέων, δραστηριοποιούνταν σε πολιτιστικούς ομίλους, σε βραχύβια μαθητικά περιοδικά και στα Κατηχητικά των τοπικών ενοριών. Σε μη ένοπλες δράσεις, με λυτρωτικό, ενίοτε αντιστασιακό χαρακτήρα.
Ο ίδιος είχε πρόσβαση σε ασφράγιστο ραδιόφωνο, η εύρεσή του σήμαινε εκτέλεση επιτόπου. ‘Όχι μόνο κατέγραφε ειδήσεις στο Ημερολόγιο, αλλά συμμετείχε σε μυστικές συναντήσεις με συμμαθητές, έφτιαχναν χειρόγραφα Δελτία Πληροφοριών με τα πολεμικά νέα όπως τα άκουγαν απ’ τη συμμαχική προπαγάνδα. Το σούρουπο τα άφηναν σιωπηλοί σε διάφορα σημεία του Παγκρατίου, να τα βρουν οι περαστικοί το πρωί.
Μικρός ονειρευόταν να γίνει μητροπολίτης. Σπούδασε νομικά, αργότερα σταδιοδρόμησε στην Τράπεζα της Ελλάδος, έκανε οικογένεια. Εφυγε αδόκητα νωρίς, μόλις 49 ετών. Και ποτέ δεν ξέχασε την Πρωτομαγιά που αντίκρισε τους 200 Ελλληνες – δεν τους αποκαλεί κομμουνιστές, ενώ ήταν, και το ήξερε – να θυσιάζονται γενναιόψυχα για μιαν αυγή που δεν φαινόταν ακόμα να χαράζει.
…………………….
«Διακρίνομεν 20-20 να τους στήνουν και ύστερα τον θόρυβον του πολυβόλου μαζί με τις φωνές «Ζήτω» και «Αδικα».

Δευτέρα 1 Μαίου 1944
«Πρωτομαγιά του ’44. Μεγάλη θλίψη επικρατεί. Σήμερα τουφεκίζονται 200 Ελληνες διότι αντάρτες σκότωσαν έναν Γερμανό στρατηγό. Η ακρίβεια είναι εξωφρενική. Γράφω μόνο ότι η λίρα είναι 43.000.000 δραχμές και το λάδι 3.800.000. Το πρωί κάθησα μέσα.
Δεν πρόφτασα να αποτελειώσω την παραπάνω φράση και ακούω μπαταριά πυροβολισμών και φωνές ότι τουφεκίζονται στο Σκοπευτήριο οι 200. Αρχισα να τρέμω. Ντύνομαι γρήγορα και βγαίνω στην Ανάληψη. Πολύς κόσμος έχει μαζευτεί και παρακολουθεί την εκτέλεση, το θέαμα είναι τραγικό. Ο κόσμος κλαίει ενώ από μακριά διακρίνομεν 20-20 να τους στήνουν και ύστερα τον θόρυβον του πολυβόλου μαζί με τις φωνές «Ζήτω» και «Αδικα». Μία ώρα σχεδόν βάσταξε η εκτέλεση.
Σε μια στιγμή μία γερμανική περίπολος ήλθε από πίσω μας και μας έψαξαν μήπως και παίρναμε φωτογραφία. Ησαν όλοι μεγάλης ηλικίας Γερμανοί στρατιώτες. Κατόπιν γυρίσαμε στο σπίτι και αρχίσαμεν να κλαίομεν όλοι στο χολ, ενώ η καμπάνα της Αναλήψεως χτυπούσε πένθιμα. Μέχρι το βράδυ κλαίαμε σχεδόν όλοι μας. Κάνει και κρύο. Την σημερινή μέρα θα την θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Είμαι τόσο τρομοκρατημένος ώστε να κλαίω συνέχεια. Αχ, Θεέ μου, Σε παρακαλούμεν και Σε ικετεύομεν, βοήθησέ μας. Κατάπαυσε πια τον πόλεμον, φτάνει πια. Αρκετός κόσμος σκοτώθηκε. Λυπήσου μας. Φύλαξέ μας καλά. Αλλά, όπως Συ θέλεις και όχι ημείς».

- από την Εφημερίδα των Συντακτών (φωτό από τον Γιώργο Ι. Αλλαμανή)