Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2018

Vintage

της Ελενας Ακρίτα

Τώρα στις γιορτές τα πάντα όλα δηλώνουν vintage. Πας στη δουλειά σου – αν έχεις δουλειά – και γύρω σου ίπτανται αγγελάκια, τάρανδοι κι Αϊ-Βασίληδες. Στις κάρτες, ρετρό κυρίες με της Κολάσεως το κρεπαρισμένο μαλλί ποζάρουν δίπλα στο έλατο. Κάρτες, κούπες,..
σακούλες δώρων, πετσέτες κουζίνας τσιρίζουν gingle bells μες στ" αφτί σου.
Οχι πως δεν εξηγείται εύκολα αυτή η παράνοια. Οταν το σήμερα απλώς δεν βλέπεται, ψάχνεις καταφύγιο στο χτες. Εκεί βρίσκεις μια γωνίτσα και κουρνιάζεις. Εκεί χουχουλιάζεις, εκεί χαζεύεις πεθαμένα παιδάκια να παίζουν με το τσέρκι τους… Και τσουπ να το κι εκείνο το «όταν ήμουνα παιδί» μπάστακας στη ζωή σου.
Αυτό το «όταν ήμουνα παιδί»… το ακούμε όλο και πιο συχνά. Εγκλωβισμένοι στο παρόν, επανεφευρίσκουμε το παρελθόν και ξαναγράφουμε όπως εμείς θέλουμε τις πίσω μας σελίδες. Ντύνουμε με ρούχα κυριακάτικα τα παιδικά μας χρόνια, στολίζουμε το πατρικό μας σπίτι, τσουγκρίζουμε με ένα σόι που προ πολλού έφυγε γι" αλλού. Τους πήραν και τους ταξίδεψαν οι αρρώστιες, τα γεράματα, εκείνο το πόδι που κακοφόρμισε, εκείνο το μυαλό που σάλεψε, εκείνη η ανία η ασάλευτη στην παλιά κλαρωτή μπερζέρα. Ενας παππούς που συγχωρέθηκε το "95, μια μακαρίτισσα γιαγιά που έβαζε κονιάκ και μανταρίνι στους κουραμπιέδες. Και που μαγείρευε θεσπέσια – όπως όλες οι νεκρές γυναίκες άλλωστε.
Μίμη να ένα μήλο, Λόλα να ένα άλλο, Ελλη μού δίνεις το μισό μήλο, μου δίνεις ένα γρατζουνισμένο γόνατο κι ένα κόκκινο ποδήλατο να φέρω μια βόλτα στην πλατεία; Μου δίνεις ένα φιλί σκαστό στο μάγουλο; Γιατί είμαι εφτά κι είσαι οχτώ κι αγαπιόμαστε. Και θα παντρευτούμε και θα κάνουμε παιδάκια και θα ζήσουμε ευτυχισμένα στο δικό μας Σάνγκρι Λα, Μίμη. Σου το λέω εγώ, η Λόλα σου.
Η Ελλάδα μια ασπρόμαυρη ταινία: Κάποιοι την «πρόλαβαν» στις αίθουσες των σινεμά και κάποιοι μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης. Ανάλογα οι γενιές, ανάλογα οι ηλικίες. Οπως και να τις γνωρίσαμε όμως, όλοι απαρεγκλίτως ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή στους ίδιους δρόμους: Με τον Ορέστη Μακρή και τις κόρες τους στα κυριακάτικα λεωφορεία για τη θάλασσα. Με Σωφερίνα την Αλίκη στη λεωφόρο Πανεπιστημίου. Με το κόκκινο διθέσιο του Αντρέα Μπάρκουλη στις παραλίες των εμπριμέ μπικίνι. Με τον Μίμη Φωτόπουλο σωφεράκι στο αρχαίο του ταξί και τη Σμαρούλα μουτρωμένη στη θέση του συνοδηγού. Ιδιοι δρόμοι, ίδιες διαδρομές…
Ενα παρόν της πλάκας, ένα μέλλον να γελάνε και τα πόμολα. Γι" αυτό μπογιατίσαμε το παρελθόν μας και το κάναμε υπερπαραγωγή. Το «χτες» ένα χάλι σκέτο ήταν, κακά τα ψέματα. Το σπίτι δεν μύριζε πάντα κουραμπιέδες, η γιαγιά δεν τους πετύχαινε πάντα, ο παππούς έριχνε και μια σφαλιάρα άμα λάχει. Η θεία Πέρσα ήταν μια σκύλα κι ας ποζάρει γελαστή στην παλιά φωτογραφία. Κι ο ξάδελφος σου τράβαγε και μια κλωτσιά έτσι, έτσι ρε παιδί μου γιατί ήταν μεγαλύτερος και γούσταρε κι ο θείος ο Λάκης ο καλαμπουρτζής ασυστόλως έκλεβε στου καφενέ την πρέφα.
Εν ολίγοις, αγάπη μου, τα κάναμε σαλάτα. Ολοι μας. Κι εσύ κι εγώ κι ο Μίμης κι η Λόλα κι η Ελλη και το μισοφαγωμένο μήλο. Και κανένα vintage δεν μας σώζει να χτυπιέται κάτω. Αν θέλουμε να γράψουμε καινούργια κεφάλαια, ας πάψουμε πρώτα να «διορθώνουμε τα παλιά». Γιατί μόνο όποιος έχει το κουράγιο να αντιμετωπίσει το παρελθόν του κατάματα – μόνο αυτός μπορεί να συστηθεί με το παρόν. Και να προχωρήσει στο μέλλον.
Γιατί τα χρόνια δεν ήταν vintage. Τα χρόνια ήτανε πέτρινα, Μίμη αγάπη μου.

- το κείμενο της Ελενας Ακρίτα είναι από τα ΝΕΑ