Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Η τελευταία σελίδα του χρόνου

Eνα εξαιρετικό κείμενο, που απευθύνεται κυρίως σε «εφημεριδάδες», έγραψε ο δημοσιογράφος Διονύσης Βραϊμάκης στο μπλογκ harddog-sport. 
Το κείμενο υπό τον τίτλο «Η τελευταία σελίδα του χρόνου» αναφέρεται σε ένα έθιμο των εφημερίδων που έχει πλέον εκλείψει εξαιτίας της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας στην τυπογραφία. Οπως πλέον έχουν εκλείψει οι λινοτύπες, οι μαρμαράδες, οι «λούπες» και οι μεγάλες ξύλινες βούρτσες με τις μακριές χειρολαβές, που χρησίμευαν για να βγουν οι διορθώσεις –κείμενα δηλαδή σε βρεγμένο χαρτί που απλωνόταν στις μελανωμένες μεταλλικές στήλες και με τα κτυπήματα της βούρτσας αποτυπώνονταν πάνω του, για να πάνε κατόπιν στον διορθωτή...
Ακολουθεί το κείμενο του Διονύση Βραϊμάκη:..
Οι σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών διακτινίζονται πλέον με ένα πάτημα κουμπιού στο Μάκιντος ή στο ΠιΣι και φτάνουν σε απειροελάχιστο χρόνο από το ατελιέ στο πιεστήριο. Οι άθλοι της τεχνολογίας στην τυπογραφία είναι συναρπαστικοί και η πρόοδος αλματώδης. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι σελίδες συνθέτονταν με φιλμ, κομμάτι-κομμάτι, πάνω στο τραπέζι του μοντάζ με τη γυάλινη επιφάνεια και με τον φωτισμό από κάτω για να ελέγχει ο μοντέρ (ή η ωραία μοντέζ!) τι, πώς και πού κολλάει τα κείμενα. Το έκανε κρατώντας τον μεγεθυντικό φακό στο μάτι, ώστε να τσεκάρει την ακρίβεια της σύνθεσης και της σύμπτωσης των τεσσάρων φιλμ στις τετραχρωμίες.
Και είναι ακόμα λιγότερος ο καιρός που πέρασε από τότε που οι σελίδες σχεδιάζονταν και ολοκληρώνονταν μεν στις οθόνες των κομπιούτερ, όπως σήμερα, αλλά και πάλι χρειαζόταν αρκετός χρόνος να παραμείνουν στο αυτόματο εμφανιστήριο του ατελιέ για να βγουν σε ενιαίο φιλμ σελίδας. (Αν μάλιστα η σελίδα ήταν «βαριά», τετράχρωμη με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης και, κυρίως, αν είχε πολλά «ξεγυριστά», δηλαδή εικόνες προσώπων, σωμάτων ή πραγμάτων που είχαν αποκοπεί –σαν ψαλιδισμένες, για να το κάνουμε κατανοητό– από το σύνολο που απεικόνιζε μια φωτογραφία, τότε η εμφάνιση της σελίδας αργούσε ακόμα περισσότερο και η αγωνία για τους χρόνους εκτύπωσης κορυφωνόταν).


Τόσο με την μονταζιέρα όσο και με τον σχεδιασμό στην οθόνη, η τεχνολογία ήταν εξαιρετικά προχωρημένη –θεαματικά εξελιγμένη– σε σχέση με την εποχή της λινοτυπίας η οποία κυριαρχούσε με τις μεταλλικές (για την ακρίβεια: από μόλυβδο) σελίδες της. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, τα φιλμ των σελίδων έπρεπε να μεταφερθούν στο πιεστήριο, εκεί να μεταγραφούν σε φωτοευπαθή τσίγκο και να φορτωθούν στους κυλίνδρους του πιεστηρίου. Η μεταφορά γινόταν (αν το πιεστήριο δεν βρισκόταν στο ίδιο κτίριο με το ατελιέ, όπως, λόγου χάρη, συμβαίνει στο Φως των Σπορ) με αυτοκίνητο ή, κυρίως, με μηχανάκια-καμικάζι. Και όλα έπρεπε να γίνουν σε χρόνο-βολίδα επειδή,  «γρήγορα παιδιά, τα φορτηγά (σημ.: του πρακτορείου διανομής) έχουν έρθει και περιμένουν».
Αποχαιρετισμός με τη βούρτσα!

Φυσικά στην εποχή της λινοτυπίας, στην εποχή, των τυπογραφικών παγετώνων, τα πράγματα κυλούσαν με ακόμα πιο σύνθετο χελωνοδρομικό τρόπο. Τα κείμενα έβγαιναν αράδα αράδα από τις λινοτυπικές μηχανές (είπαμε: σε ένα βαρύ, χυτό, κράμα μολύβδου με άλλα υλικά – αντιμόνιο κ.λπ.) και μετά από τις απαραίτητες διορθώσεις, γίνονταν σελίδες, κάθε μία από τις οποίες ποιος ξέρει πόσα κιλά ζύγιζε. Το σίγουρο είναι ότι η μεταφορά τους γινόταν με τα χέρια από δύο χειροδύναμους πιεστές ή μαρμαράδες (τυπογράφους που δούλευαν στο μάρμαρο, δηλαδή στα τραπέζια τής σελιδοποίησης με τις μεγάλες επιμήκεις μαρμάρινες πλάκες), τοποθετούνταν σε ειδικά καρότσια με επίπεδη επιφάνεια και μεταφέρονταν στο πιεστήριο για τα περαιτέρω που ήταν πολλά –και ας μην προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τόσο σύνθετες διεργασίες.
Κάθε χρόνο επιδαψιλεύονταν ιδιότυπες τιμές στη χρονικά τελευταία σελίδα τού έτους, πριν από τη διακοπή για την Πρωτοχρονιά, σαν σήμερα δηλαδή. Ποιες οι τιμές; Απλές, απέριττες, αλλά θορυβώδεις. Τη στιγμή που οι δύο μεταφορείς σήκωναν την τελευταία σελίδα του χρόνου που έφευγε και τη μετακινούσαν αργά για το πιεστήριο, κάποιοι τεχνικοί βρόνταγαν στο μάρμαρο τις μεγάλες ξύλινες βούρτσες με τις μακριές χειρολαβές, που χρησίμευαν σε όλη τη διάρκεια της βάρδιας για να βγουν οι διορθώσεις –κείμενα δηλαδή σε βρεγμένο χαρτί που απλωνόταν στις μελανωμένες μεταλλικές στήλες και με τα κτυπήματα της βούρτσας αποτυπώνονταν πάνω του, για να πάνε κατόπιν στον διορθωτή. Φυσικά το έθιμο του σαματατζίδικου αποχαιρετισμού τής τελευταίας σελίδας έχει εκλείψει από δεκαετίες. Τι να αποχαιρετήσει σήμερα ο Αργύρης, και οποιοσδήποτε Αργύρης κάθε εφημερίδας; Και να ήθελε, πώς να αποχαιρετήσει τη σελίδα; Τρέχει τόσο πολύ, τόσο ασύλληπτα μόλις πατήσει το έντερ. Άπιαστη.
- διαβάστε ΕΔΩ τις σημειώσεις που παραθέτει στο τέλος του κειμένου ο Διονύσης Βραϊμάκης