Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Το Γκόλουμ του αντισυριζαϊσμού

Γράφει ο Νίκος Ξυδάκης*

Ενα Γκόλουμ πλανιέται στη δημόσια ερημιά. Ο αντισυριζαϊσμος. Πολύμορφος, με πολλές αφετηρίες, με πολλά επιχειρήματα, αλλά και πολύ περισσότερη υστερία.
Ο ίδιος ο Σύριζα, ως πολιτικός οργανισμός και κυβερνώσα πλειοψηφία, μπορεί να προσφέρει με τις πράξεις, τα έργα του και τη συμπεριφορά του, πολλές αφορμές για πολιτική κριτική, για επικρίσεις, για εναντίωση και αποδοκιμασία — πάντα πολιτικές.
Εντούτοις, οι περισσότερες αποδοκιμασίες που δέχεται δεν είναι πολιτικές. Δεν στηρίζονται σε επιχειρήματα, σε αντίκρουση θέσεων, σε ανάλυση της ιδεολογικής φυσιογνωμίας,.. σε τοποθέτησή του εντός της μετασχηματιζόμενης ελληνικής κοινωνίας της κρίσης, σε ψύχραιμη καταγραφή του εθνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς περιβάλλοντος. Απεναντίας, οι κρίσεις και οι απορρίψεις, ως επί το πλείστον, είναι ηθικολογίζουσες και αισθητικομανείς, ιδεαναγκαστικές, προγραμματικά χλευαστικές, και ορισμένως προσωπόληπτες, ad hominem.
Η μανιώδης επίκριση κατά του συνόλου συριζαϊσμού μπορεί να συνοψιστεί σε ορισμένες στερεοτυπικές αιτιάσεις: ιδεοληψίες, κρατισμός, σοβιετισμός, εργατισμός, λαϊκισμός, εθνικολαϊκισμός, αντιευρωπαϊσμός, αγραμματοσύνη, απλυσιά, αχτενισιά, αγραβατωσιά, κωλοτούμπες. Παράλληλα, μάλλον αντινομικά, του προσάπτονται υπερευρωπαϊσμός, ελιτισμός, εξουσιολαγνία, ωμός πραγματισμός, επικοινωνιακός μακιαβελισμός.

«Αισθητικό σκάνδαλο»

Αντινομικά; Μάλλον όχι. Ο Σύριζα ως κυβερνώσα αριστερά και ως ιστορική πραγματικότητα δεν περιγράφεται από τους επικριτές του με πολιτικούς όρους, αλλά περισσότερο ως αισθητικό σκάνδαλο, ως μαγάρισμα μιας ορισμένης κοσμικής αυλής, ως εισβολή παρείσακτων αβράκωτων σε κοκτέιλ πάρτυ. Και ακριβώς επειδή η προσέγγιση και η επίκριση είναι αισθητικές και προσωπόληπτες, είναι άσφαιρες και πολιτικά ατελέσφορες. Και ακριβώς επειδή είναι πολιτικά άσαρκες και ατελέσφορες επικρίσεις, δεν βοηθούνται ούτε οι πολίτες να σχηματίσουν πληρέστερη αντίληψη, ούτε ο δημόσιος διάλογος εμπλουτίζεται, ούτε το πολιτικό σύστημα ωθείται σε αυτοκριτική και διορθώσεις, ούτε βέβαια ο Σύριζα βελτιούται πιεζόμενος εξ αυτών. Απλώς, όλοι βυθιζόμαστε ακόμη βαθύτερα στις ρηχές βεβαιότητες, στα στερεότυπα και την αυταρέσκεια.
Εχει πάντως ανθρωπολογικό και οπωσδήποτε πολιτικό ενδιαφέρον να δούμε ποιοι είναι οι πιο λαύροι επικριτές, όχι μόνο του Σύριζα, αλλά εν συνόλω της αριστεράς, όπως κι αν αυτή φανερώνεται πέραν του γεωγραφικού θαμπού Κέντρου. Παρατηρώντας εν ροή τα χρόνια μετά την ανατολή του σημιτικού εκσυγχρονισμού, έως την κατακρήμνιση της μεταπολιτευτικής συνθήκης μες στη Μεγάλη Κρίση, αποτολμώ μια υπόθεση: Μερικοί από τους δεινότερους επικριτές της υπαρκτής αριστεράς, της κυβερνώσας αριστεράς και εν γένει της αριστεράς, είναι κυρίως πρώην αριστεροί.
Δεν βγάζω από το κάδρο τους τυπικά ακροδεξιούς και σκληροδεξιούς, τους κομμουνιστοφάγους, τους επαγγελματίες ελληνοπώλες και τελάληδες του εμφυλίου ― αλλά αυτοί πάντα υπήρχαν, άλλοτε πιο φωναχτά κι άλλοτε πιο περιορισμένοι.
Το ενδιαφέρον, καίτοι μη καινοφανές, είναι οι πρώην αριστεροί που εξαπολύουν μύδρους και χολή κατά των πρώην συντρόφων. Τι λένε; Οι πρώην σύντροφοι, νυν συριζαϊκά τέρατα, δεν είναι αριστεροί, πρόδωσαν τις ιδέες του δικού μας κομψότατου ΚΚΕ εσωτερικού, του τιμημένου ΚΚΕ, του μικρού πλην έντιμου Συνασπισμού, του ποικιλόχρωμου Σύριζα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Τώρα ο Σύριζα είναι εθνικολαϊκιστικό μόρφωμα. Η Αριστερά η δικιά μας δεν υπάρχει πια. Πέθανε μαζί με τη νιότη μας.

Ressentiment

Στον πυρήνα αυτής της περιγραφής μπορούμε να διακρίνουμε μια πικρία, μπορεί δικαιολογημένη και σίγουρα ανθρώπινη, να δούμε θυμό, μπορεί δικαιολογημένο και σίγουρα ευεξήγητο, αλλά κυρίως να δούμε φθόνο και μνησικακία, τη ressentiment που περιέγραψε αναλυτικά ο Μαξ Σέλερ. Είναι το αίσθημα που αναβλύζει από την απόρριψη του παλαιού εαυτού, από την εγκατάλειψη παλαιών θέσεων και συμπεριφορών, την αναχώρηση από την κοινή εστία και την κατάληψή της από τους εναπομείναντες, τώρα πια ανάξιους και απορριπτέους, τώρα πια εχθρούς, σμιτιανά εχθρούς. Γιατί κι αυτοί δεν εγκατέλειψαν; Γιατί δεν είναι απέξω; Γιατί εμμένουν; Ακόμη χειρότερα: Πώς αυτοί οι δεύτεροι και οι τρίτοι κατέληξαν τώρα υπουργοί και βουλευτές; Πώς τώρα που η θάλασσα έγινε γιαούρτι, εμείς απομείναμε χωρίς κουτάλι;
Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι πρώην και νυν αριστεροί διαπνέονται από τέτοια αισθήματα και τέτοιες σκέψεις. Κάθε άλλο. Οι περισσότεροι είτε στηρίζουν διακριτικά και επιλεκτικά είτε σιωπούν διακριτικά και αναμένουν είτε γκρινιάζουν και επικρίνουν δημιουργικά. Οι λιγότεροι όμως είναι οι ηχηρά δημοσιολογούντες και αυτοί που δίνουν τον τόνο της σφοδρής επίκρισης και της προσωποληψίας. Άνθρωποι που αναδείχθηκαν στην Αριστερά, στις εφημερίδες και τα περιοδικά της, που πλειοδότησαν κάποτε σε αριστερισμό ή και σκληρότατο σταλινισμό, ακόμη και άνθρωποι που ελάμβαναν ταπεινούς μισθούς από τα φτωχά κομματικά ταμεία, και αργότερα βρέθηκαν σε καλοπληρωμένες θέσεις να βάλλουν κατά της άμυαλης Αριστεράς και βεβαίως κατά του λαϊκισμού.
Ας μην κάνουμε εύκολες συνδέσεις με τους πρώην αριστερούς, μετέπειτα θεωρητικούς και απολογητές της χούντας, Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου (Πέτρο Μοναστηριώτη), Σάββα Κωνσταντόπουλο αρχειομαρξιστή, ακόμη και τον κούτβη Γεώργιο Γεωργαλά. Η ιστορική συγκυρία είναι εντελώς διαφορετική, ούτε Ψυχρό Πόλεμο ζούμε ούτε το τρομερό τραύμα του Εμφυλίου. Ελπίζουμε τουλάχιστον, πιστεύουμε ότι αφήνουμε πίσω το παρελθόν (όχι τη μνήμη) και ανοιγόμαστε στο μέλλον.
Ας μείνουμε σε όσα ζήσαμε και είδαμε και στοχαστήκαμε και μας σημάδεψαν κατά την μακρά, τη μακρόσυρτη Μεταπολίτευση. Μικρός ο τόπος, και η Αριστερά ακόμη μικρότερη. Όλοι γνωριζόμαστε. Και όλοι χρειαζόμαστε για το αργόσυρτο ξημέρωμα.

* Το άρθρο του Ν. Ξυδάκη δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη εφημερίδα Νέα Σελίδα στις 17 Σεπτεμβρίου 2017