Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν;

Γράφει η Ελενα Ακρίτα

Όταν ήμουνα παιδί, ανήμερα της επετείου, τιναζόμασταν από το κρεββάτι μας με τα εμβατηριακά ντεσιμπέλ να δονούν την πλατεία του ‘παππού του Παλαμά’ – έτσι τον λέγαμε εμείς, τα παιδιά τη γειτονιάς. Πάνω στον πιο γλυκό ύπνο (αργία στα σχολεία, το ξυπνητήρι στο off) άρχιζαν των εχθρών τα φουσάτα που περάσαν, ο λίβας που καίει τα σπαρτά, κανόνια, ντουφέκια και σπαθιά.
Πολύ εμβατήριο, αδελφάκι μου. Καρότσι μας πήγαινε αυτό τώρα, από το πρωί μέχρι το καταμεσήμερο. Κι όχι πως δεν είμαστε όλες αγνές ελληνοπούλες που σεβόμαστε τον εαυτό μας. Όμως, και καμιά έξτρα ωρίτσα ύπνου, ποσώς μας χάλαγε. Νυστάζουν ορέ τα παλικάρια; Ε, όσο να πεις.
Όταν ήμουνα παιδί, ή παρελαύναμε ή παρακολουθούσαμε τις παρελάσεις, ή βρίσκαμε.. το μπελά μας επειδή δεν κάναμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Χρόνια της Χούντας, πέτρινα, πένθιμα, πλίνθινα. Χρόνια του φόβου και της σιωπής…
Τότε η πύρινη ρομφαία του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» πυράκτωνε όλες τις εθνικές επετείους. Η Χούντα χρεωνόταν ερήμην της Ιστορίας, όλες τις μεγάλες στιγμές της. Μισό βήμα φτάσαμε πριν την απόλυτη παράνοια. Ότι δηλαδή, το 1821 ο Παπαδόπουλος (κι όχι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός) ύψωσε το λάβαρο της Ελληνικής Επανάστασης. Και στη γερμανική επέλαση, ο Παττακός (όχι Γλέζος και Σάντας) κατεβάσανε την σημαία με την σβάστικα από την Ακρόπολη.
Όταν ήμουνα παιδί, νωπές ακόμα οι μνήμες από την Κατοχή. Η γιαγιά κι παππούς την είχαν ζήσει στο πετσί τους. Η μάνα τόσο δα πιτσιρικάκι.
Οι αφηγήσεις λαγαρές - νεράκι της πηγής. Οικογένειες σαν θρυμματισμένα γυαλιά, όπου ξυπόλητοι πατούσαν πάνω τους ‘αυτοί που μένανε και περιμένανε’. Ο θείος στον Εμφύλιο, η μάνα στα ξερονήσια αργότερα, ο πατέρας γύρισε ‘άλλος άνθρωπος’ από τις φυλακές. Κάποιος υπέγραψε δήλωση μετανοίας. Κάποιος λύγισε εκεί ‘και για πάντα έχει σωθεί’. Κάποιος έφερε το στίγμα του «προδότη», κάποιος του μαυραγορίτη ή του κουκουλοφόρο των Γερμανών. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, γνωστοί, συγγενείς, φίλοι κι εχθροί. Του γείτονα το χτεσινό το ‘γεια’, έγινε του εμφύλιου σπαραγμού η σιωπή.
Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή της γιαγιάς Λουκίας:
“Φάε, πουλάκι μου! Εμείς στην Κατοχή δεν είχαμε να φάμε. Μπομπότα και ροβυθοκεφτέδες και λέγαμε κι άγιος ο Θεός.”
Μέχρι και σήμερα, η μητέρα μου δεν μπορεί ν’ αφήσει φαγητό στο πιάτο της. Και χορτασμένη να είναι, θα φάει την τελευταία μπουκιά. Βαθιά πληγή, παλιά πληγή, μέρος της ιστορίας κι αυτή.
«Σύνδρομο της Κατοχής» μου λέει χαμογελώντας.
Όταν ήμουνα μικρό παιδί, ξετυλίγαμε τη σημαία και την αναρτούσαμε στην μπροστινή βεραντούλα του σπιτιού. Ανελλιπώς αυτό. 28η Οκτωβρίου και 25η Μαρτίου.
Τότε βέβαια υποχρέωναν τον κοσμάκη να υψώσει σημαία και την 21η Απριλίου. Η μαμά ούτε με σφαίρες. Ασχέτως που βρίσκαμε μονίμως τον μπελά μας. Το αυτάκι της δεν ίδρωνε με καμία κυβέρνηση. Ακόμα λιγότερο με την συγκεκριμένη.
Α, ρε μάνα. Σπάνια, πολύτιμα μαθήματα μου έδωσες στη ζωή μου. Μια σκυτάλη που προσπάθησα κι εγώ να περάσω στο γιο μου. Κι ας ξέρω πόσο δύσβατος είναι ο δρόμος.
Στην κοινωνία του «κάνε τουμπεκί», «κοίτα τη δουλίτσα σου», «ου μπλέξεις», «κάνε πως δεν είδες», «προσπέρνα το πρόβλημα», «μην παίρνεις θέση», «κράτα ίσες αποστάσεις», «χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο».
Δύσβατος ο δρόμος, μάνα. Η ανηφόρα κόβει την ανάσα. Όμως με χίλια ζόρια, με χίλια βάσανα, με χίλια αίματα – τα τραύματα φέρνουν τα θαύματα. Κι αν σκαρφαλώσεις στη δική σου κορφή, η θέα της ζωής σου σε αποζημιώνει. Γιατί την κοιτάς και δεν ντρέπεσαι.
Μεγάλη αποσκευή αυτή, μάνα. Πολύ μεγαλύτερη από τα κεντητά τραπεζομάντηλα της γιαγιάς. Που ποτέ δεν έστρωσα σε μέρες γιορτής. Που μου γκρίνιαζες γιατί κιτρίνισαν με το χρόνο.
Οι αρχές μας, μανούλα. Αυτές μην κιτρινίσουνε, μανούλα.
 
(εφημερίδα Τα ΝΕΑ, 28/10/2016)