Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

H κρίση στον Τύπο και η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας»


Στις 22 Δεκεμβρίου κλείνει ένας χρόνος από τότε που η «Ελευθεροτυπία» δεν κυκλοφορεί στα περίπτερα. Ολα τα ΜΜΕ σήμερα περνούν δύσκολες ώρες με ορατά τα σημεία κατάρρευσης ακόμα και των πιο κραταιών συγκροτημάτων. Αλλά η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας» είναι ξεχωριστή. Γιατί όταν μπήκε στη δίνη της κρίσης, είχε ακόμα τις δυνάμεις να σταθεί στα πόδια της.
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που οδήγησαν την εφημερίδα της Μίνωος στην αναστολή έκδοσης, θα λέγαμε ότι στην «Ελευθεροτυπία» βρήκε εφαρμογή το γνωστό ποίημα του Μπρεχτ, σύμφωνα με το οποίο «ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης», οπότε η λύση για την κυβέρνηση είναι «να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλο».
Ας δούμε όμως το χρονικό της κρίσης και το πως οδηγήθηκε σε αναστολή έκδοσης η ιστορική εφημερίδα, όπως το περιγράφει..
ο Ιός στην Εφημερίδα των Συντακτών.

Το χρονικό της κρίσης στην Ελευθεροτυπία

Σε λίγες μέρες συμπληρώνεται ένας χρόνος από τη στιγμή που η «Ελευθεροτυπία» ανέστειλε την έκδοσή της. Είχε προηγηθεί από το καλοκαίρι του 2011 η παύση καταβολής των μισθών στους εργαζόμενους της εταιρείας Χ.Κ. Τεγόπουλος που εξέδιδε την εφημερίδα.

Mετά από πέντε μήνες υπομονής και απλήρωτης εργασίας, οι εργαζόμενοι όλων των κλάδων (δημοσιογράφοι, διοικητικοί, τεχνικοί) προχώρησαν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Η εφημερίδα δεν ξανακυκλοφόρησε από τις 22 Δεκεμβρίου του 2011.

Σε άλλη στήλη σχολιάζουμε το περιεχόμενο της «εξυγίανσης» της επιχείρησης που αναγγέλλεται. Ανάλογα σχέδια έχουν εκπονηθεί και από άλλα εκδοτικά συγκροτήματα με αμφίβολα αποτελέσματα. Ολος ο Τύπος περνά τις μέρες αυτές τον δικό του Γολγοθά, με ομαδικές απολύσεις και ορατά τα σημεία κατάρρευσης ακόμα και των πιο κραταιών συγκροτημάτων. Αλλά η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας» είναι ξεχωριστή. Γιατί όταν μπήκε στη δίνη της κρίσης, είχε ακόμα τις δυνάμεις να σταθεί στα πόδια της.

Η εκλογή ενός «άλλου λαού»

Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους παράγοντες που οδήγησαν την εφημερίδα στην κρίση και στην αναστολή έκδοσης, θα λέγαμε ότι στην περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας» βρήκε εφαρμογή το γνωστό ποίημα του Μπρεχτ, σύμφωνα με το οποίο «ο λαός έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης», οπότε η λύση για την κυβέρνηση είναι «να διαλύσει τον λαό και να εκλέξει έναν άλλο» («Η λύση», 1953). Στην περίπτωσή μας ήταν οι εργαζόμενοι της εφημερίδας που δεν «έκαναν» στη νέα διοίκηση που προέκυψε μετά τον θάνατο του Κίτσου Τεγόπουλου. Ηταν φυσικό να αποτελέσει σημείο καμπής για την πορεία της εφημερίδας ο θάνατος του ιδρυτή της στις 29.11.2006.

Στη μεταβατική φάση που ακολούθησε, ανέλαβε πρόεδρος ο μέχρι τότε εκδότης Θανάσης Τεγόπουλος και διευθύνουσα σύμβουλος η Ελένη Τεγοπούλου. Κάποιοι συντάκτες επισήμαναν ότι η στιγμή είναι κρίσιμη και ότι η εφημερίδα πρέπει να στραφεί στην προβολή του δημοσιογραφικού προϊόντος, στο οποίο υπερέχει, και όχι στον ανταγωνισμό των προσφορών, όπου αναγκαστικά υπερτερούν τα εκδοτικά συγκροτήματα των επιχειρηματικών ομίλων.

Η νέα διοίκηση, όμως, στην οποία είχε πάρει το πάνω χέρι η Μαριάνθη Τεγοπούλου, είχε άλλο προγραμματισμό. Το πρώτο σημάδι αυτού του προγραμματισμού ήταν η αποπομπή του Σεραφείμ Φυντανίδη από τη θέση του διευθυντή της εφημερίδας τον Μάρτιο του 2007.

Με την κίνηση αυτή, έγινε το πρώτο βήμα για τον πλήρη έλεγχο της εφημερίδας, αλλά ταυτόχρονα ανατράπηκε οριστικά και η ιδιότυπη ισορροπία Τεγόπουλου-Φυντανίδη, η οποία είχε διαμορφώσει επί χρόνια την πετυχημένη εκδοτική και δημοσιογραφική συνταγή της «Ελευθεροτυπίας», χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιο άλλο βιώσιμο σχήμα. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε για την αποπομπή Φυντανίδη ήταν ενδεικτική όσων θα ακολουθούσαν. Αιφνιδιαστικά τού ανακοινώθηκε από την επιχείρηση η μείωση των αποδοχών του κατά 50%.

Οπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, η επίκληση του ύψους των αποδοχών του διευθυντή και η ανάγκη περιστολής δαπανών ήταν καθαρά προσχηματική. Μια απλή ανάγνωση των ισολογισμών της Χ.Κ. Τεγόπουλος αποδεικνύει τα εξής: στη χρήση 2006 (ισολογισμός 21.3.2007) που ο Φυντανίδης ήταν διευθυντής όλη τη χρονιά, το κονδύλι «Συναλλαγές και αμοιβές διευθυντικών στελεχών και μελών της διοίκησης» ανερχόταν σε 2.310.949 ευρώ.

Στη χρήση 2007 (ισολογισμός 24.3.2008), παρά το γεγονός ότι ο Φυντανίδης έφυγε πριν από τα μέσα του χρόνου, το κονδύλι αυξήθηκε σε 2.448.283 ευρώ. Και το σημαντικότερο: την επόμενη χρονιά, το 2008 (ισολογισμός 18.3.2009), όταν ο Φυντανίδης είχε πλέον αποχωρήσει, το κονδύλι εκτινάχτηκε στα 3.313.249 ευρώ.

Η πλειονότητα των εργαζομένων δεν έκρινε ικανοποιητικές τις εξηγήσεις της νέας διοίκησης. Σε μια εξαιρετικά φορτισμένη αλλά και γόνιμη γενική συνέλευση, οι συντάκτες της «Ελευθεροτυπίας» κατέληξαν σε ένα ομόφωνο ψήφισμα, με το οποίο εξέφραζαν τις διαφωνίες τους, ζητούσαν επανεξέταση της απόφασης αποπομπής Φυντανίδη και επαναδιατύπωναν τις αρχές λειτουργίας της εφημερίδας.

Οσοι παραβρέθηκαν σ’ εκείνη τη συνέλευση θα θυμούνται μια συντάκτρια να διατυπώνει το επιχείρημα ότι δεν μας πέφτει λόγος, εφόσον το πρόβλημα αφορά διαφωνία μεταξύ δύο εταιρειών, της Χ.Κ. Τεγόπουλος και της εταιρείας του Σ. Φυντανίδη. Ειρωνεία της τύχης: εκείνη η συντάκτρια πήρε αργότερα τη θέση του «διευθυντή» (έτσι αναφερόταν η ιδιότητά της στην ταυτότητα του καθημερινού φύλλου) μέχρι την αναστολή της έκδοσης και είχε συμβληθεί μέσω της δικής της εταιρείας με τη Χ.Κ. Τεγόπουλος.

Η αποπομπή Φυντανίδη ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησε μια σειρά απολύσεων ή εξαναγκασμένων αποχωρήσεων, που πάντοτε συνοδεύονταν από υποτιμητική αντιμετώπιση του εκάστοτε στόχου τους. Θα περιοριστούμε μόνο σε όσες δημιούργησαν κάποια αίσθηση και συζητήθηκαν σε Γ.Σ. ή σε άτυπες συναντήσεις των συντακτών. Δεν περιλαμβάνουμε σ’ αυτή τη λίστα και όσους παλιούς συντάκτες της «Ελευθεροτυπίας» (όπως ο ΚΥΡ) είχαν συνδέσει την πορεία τους με τον διευθυντή και θεώρησαν ηθική τους υποχρέωση να αποχωρήσουν, αφήνοντας όλοι τους δυσαναπλήρωτο κενό.

Το πρώτο σημάδι για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν ήταν η αιφνιδιαστική κατάργηση του πετυχημένου νεανικού περιοδικού Schooligans, το οποίο κυκλοφορούσε ως ένθετο στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (30.5.2007). Το δεύτερο θύμα της νέας πολιτικής ήταν το επίσης πετυχημένο εβδομαδιαίο ένθετο «Βιβλιοθήκη», το οποίο αντικαταστάθηκε από τις 6.3.2009 με ένα νέο, που πήρε τον υπότιτλο «Καταφύγιο Θηραμάτων».

Το νέο ένθετο ανέλαβε να στήσει μια νέα συντακτική επιτροπή. Οι αξιόλογοι συντάκτες της «Βιβλιοθήκης» βρέθηκαν σε καθεστώς δυσμένειας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, λίγους μήνες αργότερα, δύο απ’ αυτούς πληροφορήθηκαν από το λογιστήριο ότι απολύονται, διότι –λέει- κατά την «αξιολόγηση» που έγινε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες από κάποιο αδιευκρίνιστο «σώμα» βρέθηκαν ανενεργοί. Και πάλι ομόφωνα η συνέλευση των συντακτών κατήγγειλε την αδικαιολόγητη πράξη και ζήτησε να ανακληθούν οι απολύσεις. Αυτό συνέβη μόνο για τον ένα συνάδελφο.

Την Πρωτοχρονιά του 2010 σειρά πήραν τα υπόλοιπα διευθυντικά στελέχη. Πρώτος ο Γιάννης Βλαστάρης, διευθυντής της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας», ο οποίος έμαθε τα μεσάνυχτα της 3.1.2010 ότι απολύεται. Δεκατέσσερις μήνες νωρίτερα, η Μάνια Τεγοπούλου είχε δημοσιεύσει στη στήλη των Παρασκηνίων με τίτλο «Θέλων ο βλάχος μη θέλων ο ζωγράφος…» το ακόλουθο σχόλιο: «Εχω συγκεντρώσει απίστευτο όγκο δημοσιευμάτων που θέλουν να προκαλέσουν την αποπομπή του Γιάννη Βλαστάρη από τη διεύθυνση της “Κ.Ε.”. Ελα όμως που εγώ δεν θέλω…» (26.10.2008).

Τι μεσολάβησε; Ο απερχόμενος διευθυντής έκανε λόγο για «εφημερίδα των κοριών» και υποστήριξε ότι «τους τελευταίους μήνες η εφημερίδα διοικείται ανορθόδοξα: ένα παρα-όργανο εκτός γραφείων (αλλά με κάποιους χαφιέδες ανάμεσά μας) αποφασίζει και διατάζει πέραν της δημοσιογραφικής ιεραρχίας».

Θορυβημένοι οι συντάκτες και πάλι με ομόφωνο ψήφισμά τους ζήτησαν «αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της εφημερίδας μέσα από την εύρυθμη συνεργασία της ιδιοκτησίας με το διευθυντικό σχήμα». Αλλά δεν πέρασαν λίγοι μήνες και στο στόχαστρο της ιδιοκτησίας μπήκαν ο διευθυντής σύνταξης Σήφης Πολυμίλης και ο εκδότης Θανάσης Τεγόπουλος. Σε συνέλευσή τους οι συντάκτες ζήτησαν να υπάρχουν όρια μεταξύ ιδιοκτησίας και δημοσιογραφικού έργου, ενώ διαφώνησαν με την απόλυση του διευθυντή σύνταξης. Ποιος τους άκουσε;

Λίγες βδομάδες αργότερα ήρθε η ώρα να απολυθεί ο αρχισυντάκτης του οικονομικού και του enet. Πάλι συνέλευση, πάλι διαμαρτυρίες. Μάταια. Το ίδιο καλοκαίρι έγιναν και οι πρώτες μαζικές απολύσεις στο εργοστάσιο. Μάλιστα, όταν μετά από τις νέες διαμαρτυρίες της γενικής συνέλευσης και τις απειλές των σωματείων για απεργία, ανακλήθηκαν ελάχιστες απ’ αυτές τις απολύσεις, το γεγονός παρουσιάστηκε πρωτοσέλιδα ως ξεχωριστή «φιλεργατική» στάση.

Και η χρονιά έκλεισε με την απόλυση ενός ακόμη συναδέλφου, στον οποίο αποδόθηκε ως παράπτωμα το γεγονός ότι τοποθετήθηκε αμισθί σε μια τιμητική επιτροπή απονομής κρατικών βραβείων. Λίγο αργότερα απολύθηκε και άλλος συντάκτης, χωρίς μάλιστα αποζημίωση, με υπονοούμενα για την επαγγελματική του ακεραιότητα. Και πάλι η Γ.Σ. συμπαραστάθηκε ομόφωνα στο νέο θύμα, αλλά μάταια. Κάποιος άλλος διαπομπεύτηκε επειδή διέθετε προσωπικό επαγγελματικό ιστότοπο.

Αυτή η πατέντα, να εκδιώκεται δηλαδή με χλευαστικό και επιτιμητικό (αν όχι ατιμωτικό) τρόπο όποιος αποφασίζει η διοίκηση της επιχείρησης να απομακρυνθεί, ακολουθήθηκε πιστά από τις αρχές του 2007. Οσοι μετείχαν σ’ αυτόν τον συστηματικό διασυρμό των εκδιωκομένων άθελά τους(;) επιβεβαίωναν τη σειρά των συκοφαντικών επιθέσεων που είχαν εξαπολύσει δυο χρόνια νωρίτερα κατά της «Ελευθεροτυπίας» διάφοροι νεόκοποι εκδότες και τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι, που διεκδικούσαν μερίδιο του ίδιου αναγνωστικού κοινού, χτυπώντας τα στελέχη της επιχείρησης κάτω από τη μέση. Και το μήνυμα προς τους αναγνώστες ήταν εξίσου αρνητικό: για ποιο λόγο να αγοράζει κανείς μια εφημερίδα όταν η ίδια γκρεμίζει με τόση ευκολία όσους και όσα την στήριζαν τόσα χρόνια;

Η επιστροφή του κεφαλαίου

Την ίδια τύχη με τα διευθυντικά στελέχη και επίλεκτους συντάκτες είχαν στο ίδιο διάστημα και οι στήλες της εφημερίδας με κάποια αναγνωσιμότητα (Ιός, Ράδιο Ε, στήλη Μιχαηλίδη). Καταργήθηκαν χωρίς εξήγηση, ενώ οι νέες εκδοτικές πρωτοβουλίες ήταν καθαρά αυτοκτονικές: αντικατάσταση πετυχημένων ενθέτων (όπως το «ΓΕΩ») από άλλα πολυδάπανα («We») και έκδοση ενός ευθέως ανταγωνιστικού free press.

Οσο για την πολιτική κατεύθυνση της εφημερίδας, αυτή επηρεάστηκε από μια εμμονή της νέας ιδιοκτησίας κατά του ΣΥΡΙΖΑ, που στοίχισε την απόλυση σε έναν πολιτικό συντάκτη που διανοήθηκε να κατέβει στις εκλογές του 2009, ενώ η ιδιοκτήτρια δημοσίευσε σχόλιο όπου αποκαλούσε την εφημερίδα της «Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ»! Κατά τα άλλα, οι νέοι διευθυντές μετέτρεψαν την παλιά πολυφωνική «Ελευθεροτυπία» σε ένα έντυπο που πρόβαλλε μονότονα τις πρωτοβουλίες του Μίκη Θεοδωράκη και διαφήμιζε ως υποψήφιο σωτήρα τον «Σερ» Βασίλειο Μαρκεζίνη.

Η κυκλοφοριακή κάμψη και η μείωση της διαφημιστικής πίτας στοίχισαν σε όλο τον Τύπο, αλλά η «Ελευθεροτυπία» άντεχε, εφόσον είχε εδραιώσει την ξεχωριστή της θέση και δεν ήταν ανοιχτή σε υπερβολικό δανεισμό. Αυτό ήταν και το μήνυμα που έδινε η ίδια η επιχείρηση μέσα από τις ανακοινώσεις της, οι οποίες βρίσκονταν στον αντίποδα της μιζέριας που ανέδιδαν οι πληροφορίες από άλλα «μαγαζιά». Στις 30.4.2009 δημοσιεύτηκε στην πρώτη σελίδα ότι «όσοι εργάζονται στη Χ.Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε. και έχουν μισθό κάτω από 1.500 ευρώ θα πάρουν από αύριο, 1η Μαΐου, αύξηση 10% στον μισθό τους».

Η ελπιδοφόρα αυτή ανακοίνωση προκάλεσε ανακούφιση σε όλους μας, αλλά συνέπεσε με μια άλλη, στην οποία δεν δόθηκε ανάλογη σημασία. Τον Απρίλιο του 2009 δημοσιεύτηκε ο ισολογισμός του 2008. Σ’ αυτόν καταγράφεται ως «είσπραξη παγίων στοιχείων» το τίμημα πώλησης της «Χρυσής Ευκαιρίας» (74.010.000 ευρώ) και ταυτόχρονη «μείωση κεφαλαίου» (50.729.000 ευρώ), με την επιστροφή στους μετόχους. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί τρία χρόνια νωρίτερα. Τον Ιούλιο του 2006 δημοσιεύτηκε ο ισολογισμός του 2005. Σ” αυτόν καταγράφεται είσπραξη δανείου (39.230.000 ευρώ) και ταυτόχρονη επιστροφή κεφαλαίου (30.307.762). Συνολικά, δηλαδή, μ” αυτή τη μέθοδο, αντλήθηκαν από την εταιρεία από το 2005 μέχρι το 2009 κεφάλαια συνολικού ύψους 81.036.762 ευρώ και δόθηκαν στους μετόχους.

Αν στο ποσό αυτό προστεθούν και οι «συναλλαγές και αμοιβές διευθυντικών στελεχών και μελών της διοίκησης», το ποσό αυτό ενισχύεται κατά 13.693.324 ευρώ. Σ” αυτά τα ποσά δεν αναφέρονται και οι πληρωμές μερισμάτων που έγιναν ορισμένες χρονιές. Τις ίδιες χρονιές που αντλούνταν αυτά τα κεφάλαια από την εταιρεία, η Χ.Κ.Τεγόπουλος προχωρούσε σε ανάλογο δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών της.

Πολύ αργότερα, όταν αυτά τα στοιχεία συζητήθηκαν σε Γ.Σ. των εργαζομένων, η διοίκηση υποστήριξε ότι τα χρήματα αυτά δαπανήθηκαν για να καλυφθούν προσωπικά μετοχοδάνεια των μεγαλομετόχων. Το σίγουρο είναι ότι τα χρήματα αυτά αφαιρέθηκαν από το κεφάλαιο της επιχείρησης προκαλώντας την πρώτη ασφυξία και στη συνέχεια την υπερχρέωση. Τα οικονομικά προβλήματα άρχισαν από τότε να γίνονται εμφανή.

Τα ελλείμματα μεγάλωναν και ο κύκλος εργασιών συρρικνωνόταν. Η γαλαντόμα φιλεργατική στάση ήταν πλέον παρελθόν. Στις 21.3.2011 η διοίκηση ανακοίνωσε τα εξής: «Η Χ.Κ. Τεγόπουλος δεν επιθυμεί πλέον να υπογράψει Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ενδίδοντας στη γενική βλακεία που δέρνει τα σωματεία. Εκ της διοικήσεως». Τέσσερις μήνες αργότερα η εταιρεία θα προχωρήσει σε οριστική στάση πληρωμών απέναντι στους εργαζόμενους.

Χρονικό ενός άνισου αγώνα

Η ανακοίνωση της παύσης καταβολής των μισθών έγινε στη Γ.Σ. των εργαζομένων από κάποιον νεόκοπο «οικονομικό διευθυντή» της επιχείρησης στις 3.8.2011. Τότε για πρώτη φορά αναφέρθηκε ότι η λύση θα είναι να υπάρξουν μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Η ατάκα που μας έμεινε από τότε ήταν το «ουδείς αναντικατάστατος». Μια άλλη διατύπωση της φιλοσοφίας της επιχείρησης που ήθελε να «εκλέξει έναν άλλο λαό».

Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν με κατανόηση και προτάσεις διαλόγου με στόχο την εξεύρεση λύσης. Σε αλλεπάλληλες συνελεύσεις ζήτησαν αναλυτικά οικονομικά στοιχεία, δεσμεύσεις για σταδιακές καταβολές μισθών, φρένο στις απολύσεις και δημοσίευση των ψηφισμάτων στην πρώτη σελίδα της «Ε». Το τελευταίο δεν γίνεται σεβαστό από την τότε διευθυντική ομάδα, ενώ στα υπόλοιπα η Χ.Κ. Τεγόπουλος απαντάει με αοριστίες. Οι τράπεζες απορρίπτουν οριστικά (1.11.2011) την αναδανειοδότηση της εταιρείας, αλλά οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να «βάζουν πλάτη», δουλεύοντας απλήρωτοι.

Στις 2.11.2011 η Γ.Σ. αποφασίζει με συντριπτική πλειοψηφία (273 υπέρ, 31 κατά) την πρώτη εικοσιτετράωρη απεργία. Παρά τη διαφωνία της διευθυντικής ομάδας, οι επόμενες απεργιακές κινητοποιήσεις αποφασίζονται με όλο και μεγαλύτερες πλειοψηφίες, αλλά με ανοιχτό το παράθυρο για συνεννόηση. Οι εργαζόμενοι με ψήφισμά τους δηλώνουν ότι «η εφημερίδα βρίσκεται στα περίπτερα σεβόμενη τους αναγνώστες της, χάρη στη συνειδητή επιλογή των απλήρωτων εργαζομένων».

Στις 20.12 η ιδιοκτησία, μπροστά στην απειλή ποινικής δίωξης, αρχίζει να καταβάλλει με δόσεις το δώρο Χριστουγέννων. Την ίδια ημέρα γίνονται δεκτές από το δικαστήριο οι πρώτες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων των εργαζομένων. Στις 21.12 αποκαλύπτεται η πρόθεση της ιδιοκτησίας να καταφύγει στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, προκειμένου να προστατευθεί από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και να προχωρήσει στο πρόγραμμα ομαδικών απολύσεων των μισών εργαζομένων. Ηταν η κήρυξη του πολέμου. Την ίδια μέρα αποφασίστηκαν κυλιόμενες 48ωρες απεργίες που δεν έχουν μέχρι σήμερα ανασταλεί.

Η Γ.Σ. των εργαζομένων μετά την ενημέρωσή της από τους νομικούς εκπροσώπους αποφασίζει με μεγάλη πλειοψηφία (237 έναντι 87) να αντιδράσουμε στο αίτημα υπαγωγής στο άρθρο 99. Στις 31.1.2012 εκλέγεται συντακτική επιτροπή για την έκδοση απεργιακών φύλλων. Ψηφίζουν 159 συντάκτες σε σύνολο 223. Τότε η ιδιοκτησία κλείνει τη φωτοσύνθεση και διακόπτει τη λειτουργία του ηλεκτρονικού συστήματος της εφημερίδας. Κάτω από την πίεση της εργοδοσίας αρχίζουν να διαφαίνονται οι πρώτες διαφωνίες συναδέλφων για την πορεία του αγώνα. Κάποιοι δημοσιογράφοι διαχωρίζουν τη θέση τους από την έκδοση απεργιακών φύλλων.

Τελικά εκδόθηκαν δύο απεργιακά φύλλα με μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία. Ηταν ένας άθλος, αν ληφθεί υπόψη ότι ετοιμάστηκαν σε δανεικά γραφεία, με δανεικά μηχανήματα και με τίτλο «Οι Εργαζόμενοι». Πριν από την έκδοση του δεύτερου απεργιακού φύλλου, η εργοδοσία επιχείρησε με ασφαλιστικά μέτρα να απαγορεύσει την κυκλοφορία του. Το δικαστήριο, όμως, δικαίωσε τους απεργούς.

Με αίτημα συναδέλφων επαναλαμβάνονται άλλες δύο συνελεύσεις για τη στάση μας στο δικαστήριο και με συντριπτική πλειοψηφία αποφασίζεται και στις δύο να παραμείνουμε σταθεροί στην κύρια παρέμβαση ενάντια στην προσφυγή της εταιρείας στο 99. Ομως μια μικρή μερίδα εργαζομένων παίρνει το μέρος της εργοδοσίας, συναινώντας στο σχέδιο «εξυγίανσης».

Στις 25.5.2012 το δικαστήριο, με μια πρωτοφανή φιλεργατική απόφαση απορρίπτει το αίτημα προσφυγής στο 99. Το σκεπτικό της απόφασης βασίζεται στην ανυπαρξία σχεδίου εξυγίανσης και εγκαλεί την εταιρεία για τη διάθεση κεφαλαίων σε εταιρείες συγγενικών προσώπων της διοίκησης.

Αλλά το ρήγμα μεταξύ των εργαζομένων έχει οριστικοποιηθεί. Στις 30.5.2012 η αποδεκατισμένη Γ.Σ. εκλέγει νέα εργασιακή επιτροπή, ενώ απορρίπτει με 89 ψήφους (έναντι 19) την πρόταση που έλεγε ότι «η συνέλευση χαιρετίζει τη δικαστική απόφαση που δικαιώνει τους αγώνες μας, απορρίπτοντας την προσχηματική αίτηση της επιχείρησης για υπαγωγή στο άρθρο 99». Διαφάνηκε εκείνη τη στιγμή ότι υπήρχε μεταξύ των εργαζομένων μια ομάδα που επιδίωκε την αναστολή των απεργιών πάση θυσία, ποντάροντας στην καλή θέληση της εργοδοσίας.

Οσοι απέμειναν αποφάσισαν την έκδοση νέων «απεργιακών» φύλλων, μόνο που αυτή τη φορά το κάνουν με την ανοχή της εργοδοσίας, η οποία όχι μόνο τους παραχωρεί τον τίτλο, αλλά τους ανοίγει και τα γραφεία της. Τελικά το φύλλο βγαίνει και μάλιστα με τον τίτλο «Ελευθεροτυπία», με τη σιωπηλή συναίνεση της Χ.Κ. Τεγόπουλος. Πολλοί από εκείνους που είχαν καταγγείλει τα δύο απεργιακά τώρα πρωτοστατούν στην έκδοση. Τελικά εκδίδονται 4 φύλλα αυτής της «ημιαπεργιακής»-«ημιεργοδοτικής» «Ελευθεροτυπίας», με τη συμμετοχή και όλων των διευθυντικών στελεχών που παραμένουν στην εφημερίδα.

Στις αρχές Ιουλίου γίνεται γνωστό ότι μια εταιρεία, η Eworx, έκανε αίτηση πτώχευσης της Τεγόπουλος για ποσό οφειλής μόλις 47.000 ευρώ. Η συζήτηση της αίτησης θα αναβληθεί για το 2013, ενώ στις 4.10.2012 το Δ.Σ. της ΕΣΗΕΑ στέλνει επιστολή στην ιδιοκτήτρια ζητώντας «να τηρήσετε τη νομιμότητα και να προβείτε στην άμεση αποστολή των καταστάσεων ασφάλισης των συναδέλφων, όπως υποχρεούστε από τον νόμο». Τέλος, για τις 23.5.2013 αναβάλλεται και η εκδίκαση των αγωγών των εργαζομένων, λόγω της απεργίας των δικαστών.

Και σήμερα καλούνται οι εργαζόμενοι που έχουν απομείνει να υπογράψουν την απόλυσή τους για να επαναπροσληφθούν –όσοι επιλεγούν- με νέες ατομικές συμβάσεις εργασίας. Η «εκλογή ενός νέου λαού» ολοκληρώνεται.