Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Ο Κίτσος Τεγόπουλος, το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο Φυντανίδης


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο του δημοσιογράφου Νίκου Ρούσση που εστάλη στο mail μας χθες και στο οποίο εκθέτει τις απόψεις του αναφερόμενος στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία και στη στενή συνεργασία που είχε τη δεκαετία του 90, με τον ίδιο τον Κίτσο Τεγόπουλο. Ο αείμνηστος εκδότης, όπως αναφέρει ο Ρούσσης, του είχε προτείνει μάλιστα να παραδίδει στον ίδιο όλο το υλικό και τα στοιχεία της δημοσιογραφικής του έρευνας για το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο δημοσιογράφος αναφέρεται στις σχέσεις του με τον Ντένη Αντύπα, τον Σεραφείμ Φυντανίδη και αποκαλύπτει το πως και το γιατί δεν τον έβαλαν τότε στο  μισθολόγιο ενώ του το είχαν αρχικά αναγγείλει. Μάλιστα, όπως λέει, ο Τεγόπουλος του είχε προβάλει τότε ως δικαιολογία ότι δεν έκανε αυτός κουμάντο για τις... προσλήψεις και πως υπεύθυνος ήταν ο Φυντανίδης.
Οπως αναφέρει ο Νίκος Ρούσσης τα όσα γράφει «αποτελούν “συνεισφορά” στην διαμάχη που ξέσπασε στο διαδίκτυο, μεταξύ του Σεραφείμ Φυντανίδη και μιας αγνώστων στοιχείων κυρίας, που ανέλαβε να..συντάξει την νεκρολογία της “Ελευθεροτυπίας” και την απαξίωση της Μάνιας Τεγοπούλου».
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του Ν. Ρούσση:
Την διετία 1990-92, μετά το κλείσιμο της εφημερίδας “Η ΠΡΩΤΗ”, δούλεψα, με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών και έναντι 15.000 δραχμών το “κομμάτι”, ως τακτικός συνεργάτης της “Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας”, διευθυντής της οποίας ήταν ο Ντένης Αντύπας.
Κάθε Κυριακή, λοιπόν, η αφεντομουτσουνάρα μου “φιγουράριζε” με αποκλειστικά, ως συνήθως, θέματα, που είχαν να κάνουν κυρίως, με αποκαλύψεις για την συμμετοχή της Ελλάδος στο εμπόριο όπλων προς Ιράν και Ιράκ, για τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ ΖΗΜΕΝΣ και ΙΝΤΡΑΚΟΜ, για το ποιός από τους δυό θα έχει το πάνω χέρι στις χρυσοφόρες προμήθειες του ΟΤΕ και ιδιαίτερα, με “κρυμμένα χαρτιά και ντοκουμέντα”, που συνέδεαν τον Γιώργο Κοσκωτά με εταιρίες-σφραγίδες στο Λουξεμβούργο, που είχαν “στηθεί” με εμβάσματα από αμερικάνικες επιχειρήσεις οι οποίες είχαν σχέση με την Μαφία.
Ενα καλοκαιρινό Σαββατόβραδο, καθόμουνα έξω, στα σκαλιά του σπιτιού μου στον Κορυδαλλό, μαζί με τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου και πίναμε ουίσκυ, όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
Καλησπέρα κύριε Ρούσση, άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής.
Θα ήθελε να σας μιλήσει ο κύριος Κίτσος Τεγόπουλος.
Πολύ ευχαρίστως είπα στην ιδιαιτέρα του Κίτσου, ξεπερνώντας πολύ γρηγορα τον...αιφνιδιασμό.
Ο μακαρίτης ο Τεγόπουλος, με βραχνή φωνή και μακρόσυρτη ομιλία, μπήκε αμέσως στο θέμα.
Κοίταξε, μου λεει, μ' ενδιαφέρουν πάρα πολύ τα στοιχεία που έχεις ή μπορείς να βρείς, για τις διεθνείς προεκτάσεις του σκανδάλου Κοσκωτά και την εμπλοκή εταιριών της αμερικάνικης μαφίας στην όλη υπόθεση.
Δεν θα τα δίνεις, όμως, για δημοσίευση.
Οτι ντοκουμέντα μαζεύεις, θα τα φέρνεις και θα τα παραδίδεις στην ιδιαιτέρα μου.
Δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν απ' όλους αυτούς που έχω μαζέψει εδώ μέσα και παριστάνουν τους δημοσιογράφους.
Ξέρω πολύ καλά ότι οι περισσότεροι τα παίρνουν και ότι, πολλές φορές, εμπορεύονται τα ρεπορτάζ τους.
Λοιπόν, είσαι, κατέληξε με τον άμεσο και αφοπλιστικό τρόπο που τον διέκρινε.
Είμαι, του είπα κι' εγώ και από εκείνο το βράδυ άρχισα τα τηλέφωνα και τις επιστολές στο Λουξεμβούργο, τα ραντεβού με τους ορκωτούς λογιστές που είχαν ελέγξει τα οικονομικά της Τράπεζας Κρήτης, τις διασταυρώσεις.
Μάζεψα αρκετό και πολύτιμο υλικό που, όπως είχα συμφωνήσει, το παρέδιδα στην ιδιατέρα του Κίτσου, συνεχίζοντας, όμως, να γράφω και να δημοσιεύω θέματα άλλου αντικειμένου στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία”, διότι μου ήταν απαραίτητες για την επιβίωση μου οι 60.000 δραχμές τον μήνα.
Κάθε Σάββατο βράδυ δε, ο ίδιος ο Κίτσος, έχοντας δεί και διαβάσει την “πραμμάτεια” μου, μ' έπαιρνε τηλέφωνο στο σπίτι, μου έδινε συγχαρητήρια, μου έλεγε το πόσο εκτιμά την ακεραιότητα μου ως δημοσιογράφου και δεν έπαυε να θάβει τους υψηλούς συνεργάτες του, όπως ήταν ο Σεραφείμ Φυντανίδης, ο Κώστας ο Τσουπαρόπουλος, ο Σπύρος Καρατζαφέρης και άλλοι, που τους χαρακτήριζε «αργυρώνητους και απατεώνες».
Υστερα από μία δημοσιογραφική επιτυχία που είχα τον Οκτώβριο του 1992, με φώναξε καταχαρούμενος ο Αντύπας και μου ανακοίνωσε ότι, από την πρώτη Γενάρη του επόμενου χρόνου, θα έμπαινα στο μισθολόγιο της “Ελευθεροτυπίας”, με την σύμφωνη γνώμη του Φυντανίδη.
Εγινε μάλιστα και η σχετική μάζωξη στο γραφείο του Αντύπα όπου ο Φυνταντίδης (ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα), επισημοποίησε την πρόθεση της διεύθυνσης της εφημερίδας, να με εντάξει στο μισθολόγιο, λέγοντας χαρακτηριστικά:
“ Βρήκαμε τον αντικαταστάτη του Καρατζαφέρη”
Εχοντας ακούσει το τι έσερνε ο Κίτσος στον Καρατζαφέρη, που στο μεταξύ είχε αποχωρήσει από την εφημερίδα, δεν μπορώ να πώ ότι αισθάνθηκα και πολύ υπερήφανος μ' αυτή την προσφώνηση αλλά δεν είπα τίποτα...
Είχα απόλυτη ανάγκη μία έμμισθη σχέση μ' αυτήν την εφημερίδα, που θα μου εξασφάλιζε έναν ικανοποιητικό μισθό και κρατήσεις για την ασφάλιση μου και τα συντάξιμα.
Το δίμηνο που μεσολάβησε μέχρι το τέλος του 1992, συνέχισα να εφοδιάζω με στοιχεία και ντοκουμέντα το γραφείο του Κίτσου και εξακολούθησα να δημοσιεύω ρεπορτάζ που αφορούσαν, την τότε προσπάθεια του Μητσοτάκη να περάσει από την “Οικουμενική” τη σύμβαση για την προμήθεια-μαμούθ του ΟΤΕ για τα ψηφιακά, μοιράζοντας την και στις δύο εταιρίες, ΖΗΜΕΝΣ και ΙΝΤΡΑΚΟΜ.
...και βέβαια, κάθε Σαββατόβραδο, ήμουνα πιστός στο τηλεφωνικό ραντεβού που είχα με τον Κίτσο όπου, βαρέθηκα είν' η αλήθεια, το δριμύ κατηγορώ του κατά των “απατεώνων” δημοσιογράφων που είχε στη δούλεψη του.
Εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1993 ήμουνα στο κρεβάτι με γρίππη.
Το πρώτο τηλέφωνο της χρονιάς ήταν από τον Αντύπα που, με εντελώς περίλυπο ύφος, μου ανακοίνωσε ότι, θάπρεπε να ξεχάσω την υπόσχεση του Φυντανίδη ότι θα έμπαινα στο μισθολόγιο της εφημερίδας.
Γιατί, του είπα, τι συνέβη, τι άλλαξε?
Δεν μπορώ να σου πώ Νίκο, δεν μπορώ, κατάλαβε με μου απάντησε.
Τουλάχιστον, είπα από την πλευρά μου, θα μπορώ να συνεχίσω να συνεργάζομαι με την “Κυριακάτικη”?
Οχι, όχι Νίκο δεν κατάλαβες, μου είπε ο Αντύπας. Το όνομα σου δεν πρόκειται να ξαναυπάρξει στην εφημερίδα και μου ευχήθηκε...καλή χρονιά.
Την επόμενη μέρα το πρωϊ, από το “ Galaxy”, ένα μπάρ σε μία στοά της Σταδίου, όπου σύχναζα, πήρα τηλέφωνο το γραφείο του Τεγόπουλου.
Η ιδιαιτέρα του που, προφανώς δεν είχε πληροφορηθεί τις εξελίξεις, μου πέρασε αμέσως τη γραμμή στον Κίτσο.
Θα ήθελα μια εξήγηση, του είπα.
Τόσοι έπαινοι για τη δουλειά μου και τον χαρακτήρα μου, τόση απαξίωση για τους απατεώνες που πληρώνεις κι' αυτοί τα παίρνουνε απ' άλλες μπάντες και αυτή είναι η αμοιβή μου κύριε Τεγόπουλε.
Δεν κάνω εγώ κουμάντο για τις προσλήψεις, υπεύθυνος είναι ο Φυντανίδης, που είπε μονολεκτικά.
Καλά, πρόλαβα να του πώ πριν κλείσει το τηλέφωνο, μου λες ότι είσαι ο ιδιοκτήτης του “Μινίόν” και κάνει κουμάντο στην επιχείρηση ο υπεύθυνος “πωλήσεων” του τέταρτου ορόφου.
....Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν ο Ντένης είχε φύγει πια από την διεύθυνση της Κυριακάτικης, τον συνάντησα στην μοναδική δεξίωση της Προεδρίας της Δημοκρατίας (Στεφανόπουλος) που πήγα στη ζωή μου και απέξω-απέξω τον ρώτησα, τι ήταν εκείνο που είχε ματαιώσει την τότε πρόσληψη μου στην εφημερίδα.
Ο Κόκκαλης, μου είπε ψιθυριστά ο Αντύπας, έβαλε ζεστό χρήμα στην επιχείρηση, αγοράζοντας κάμποσες μετοχές, βάζοντας έναν όρο: Να μην ξαναδεί το όνομα σου και τις σχετικές αποκαλύψεις περί ΟΤΕ στην εφημερίδα.
* Το παρόν ντοκουμένο αποτελεί “συνεισφορά” στην διαμάχη που ξέσπασε στο διαδίκτυο, μεταξύ του Σεραφείμ Φυντανίδη, που δείχνει να το παίζει τίμιος και ανιδιοτελής και μιας αγνώστων στοιχείων κυρίας, που ανέλαβε να συντάξει την νεκρολογία της “Ελευθεροτυπίας” και την απαξίωση της Μάνιας Τεγοπούλου.
Εχω περάσει πολλά και διδακτικά στη δημοσιογραφική ζωή μου...